Στον σημερινό κόσμο η δημαγωγία, η λογική των εύκολων λύσεων, στρέφεται κυρίως προς τα δεξιά, προς την περιοχή ενός ευέλικτου, αφομοιωτικού και απρόβλεπτου συντηρητισμού. Η νέα Δεξιά δεν πρωτοτυπεί τόσο με καινούργιες ιδέες όσο με την ελεύθερη ενσωμάτωση στοιχείων από όλες τις άλλες παραδόσεις και «ατζέντες». Για παράδειγμα, ο Μπόρις Τζόνσον μίλησε τη ριζοσπαστική γλώσσα της αληθινής λαϊκής κυριαρχίας και, παρά το ότι επέμεινε εμφατικά στο μήνυμα του Brexit, μετατόπισε το Συντηρητικό Κόμμα προς μια ορισμένη λαϊκότητα και πληβειακότητα – ξένη, εν πάση περιπτώσει, προς το πνεύμα των αποφοίτων του Ιτον και της αριστοκρατικής ελίτ με τις οποίες συνδέουμε στερεοτυπικά τους Τόρις.
Από την άλλη πλευρά της Μάγχης, η Μαρίν Λεπέν έχει ανοίξει τον χώρο της στα οικολογικά ζητήματα, ανατρέποντας μια παράδοση δεκαετιών που είχε για αιχμή της έναν εθνικό παραγωγισμό και την κουλτούρα του κυνηγού και του τζιπ 4Χ4 σε αντιπαράθεση με τις «εκθηλυσμένες» αξίες του οικολογικού κινήματος.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και δείχνουν ότι οι χώροι της νέας Δεξιάς διαθέτουν μια επινοητικότητα που τους επιτρέπει να αυξάνουν την επιρροή τους, ασχέτως αν αυτό μεταφράζεται σε συμμετοχή στη διακυβέρνηση ή όχι.
Το θέμα είναι ότι από την άλλη πλευρά συναντά κανείς το αντίθετο: η όποια επινοητικότητα στην Αριστερά εξαντλείται είτε στο ξεθάψιμο μιας ταξικής ρητορικής περασμένων δεκαετιών είτε στη φυγή προς τις πολιτικές της ταυτότητας και σε αυτό που έχει ονομαστεί ριζοσπαστισμός των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων. Ο νεοαριστερός λόγος παίζει ανάμεσα στον κοινωνικό κρατισμό (που βλέπει δημόσιο συμφέρον μέχρι και στις ανακοινώσεις της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ) και σε έναν αναρχίζοντα αντικρατισμό. Η ρητορική συνδικάτου της δεκαετίας του ’70 μπερδεύεται με την υπεράσπιση κάθε μειονοτικής ταυτότητας ως «απελευθερωτικής».
Υπάρχει αφετηριακά μια εύλογη διαπίστωση: οι σύγχρονες κοινωνίες και τα θεσμικά τους συστήματα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα δικαιοσύνης, κοινωνικής ρύθμισης και συλλογικού νοήματος – μέρος των οποίων οφείλεται στην άγρια δυναμική του καπιταλισμού της παγκοσμιοποίησης.
Δεν είναι μόνο οι ακραίες ανισότητες αλλά και η μαφιοποίηση κυβερνήσεων και η διάχυση της διαφθοράς και των αθέατων πλανητικών εξουσιών. Αυτή ωστόσο η διάγνωση – την οποία συμμερίζονται πολλοί πλέον και εκτός Αριστεράς -οδηγεί στον πειρασμό της σοσιαλιστικής αναπαλαίωσης σε συνδυασμό με έναν πολιτισμικό εξωτισμό ο οποίος φτάνει να παρατηρεί από μια θέση εστέτ ακαδημαϊκού τον παραδοσιακό λαό που στρέφεται προς τα δεξιά. Θεωρητικά υπέρ του λαϊκισμού αλλά στην πράξη αποξενωμένη από πολλές λαϊκές ανησυχίες, η νέα Αριστερά αδυνατεί να συνθέσει το κεκτημένο του δημοκρατικού φιλελευθερισμού με το σύγχρονο κοινωνικό και περιβαλλοντικό ζήτημα.
Ακόμα και αν επισημαίνει και αναδεικνύει θέματα δικαιωμάτων, εργασίας και περιβάλλοντος, το κάνει με όρους θορύβου και συναισθηματική δημαγωγία ενταγμένη σε μια μετωπική σύλληψη του κόσμου: σαν να ενδιαφέρεται περισσότερο να στιγματίσει είτε τον «κακό σοσιαλφιλελευθερισμό» του ’90 είτε την πανταχού παρούσα Ακροδεξιά (όπου εντάσσει όλους σχεδόν τους αντιπάλους της) παρά να σκεφθεί σοβαρά τη μεταρρύθμιση της υπαρκτής φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Το κενό ανάμεσα στη δεξιά επινοητικότητα και σε μια Αριστερά χαμένη στον ίδιο τον ακατάληπτο λόγο της προσπαθούν να καταλάβουν πράσινες ή κάποιες διάσπαρτες κεντρώες δυνάμεις. Δεν πρόκειται για εύκολη υπόθεση αυτή σε συνθήκες όπου η παγκόσμια αστάθεια, οι γεωπολιτικοί αναθεωρητισμοί και οι μεταβολές στο τεχνολογικό-οικονομικό παράδειγμα προκαλούν διασπάσεις μέσα στη μεσαία τάξη. Ειδικά τα πράσινα και τα κεντρο-φιλελεύθερα κόμματα έχουν πρόσβαση μόνο στον «νέο λαό» των μορφωμένων και εύπορων αστικών στρωμάτων και ελάχιστη πρόσβαση σε τομείς του παραδοσιακού λαϊκού κόσμου.
Υπάρχει εδώ και πολλούς μήνες η άποψη ότι στη χώρα μας, εξαιτίας της κεντροδεξιάς (και όχι δεξιάς) κουλτούρας του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν υπάρχει πλέον πολιτικό κενό. Ολο το πεδίο ανάμεσα στη λαϊκιστική Κεντροαριστερά και στη φιλελεύθερη Δεξιά καλύπτεται, στον έναν ή στον άλλον βαθμό. Πολλά όμως δείχνουν πως αυτό είναι μια στιγμή στην πορεία από τις συνθήκες της επαπειλούμενης χρεοκοπίας σε μια κάποια σταθεροποίηση (και όχι βέβαια «κανονικότητα»).
Οσο θα αναδύονται λεπτομέρειες των σχεδίων και της εφαρμογής των πολιτικών τόσο θα φανερώνονται κενά και διαφορές προσανατολισμού στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων.
Τελευταίο παράδειγμα το θέμα του νόμου και της εφαρμογής του. Ανάμεσα σε μια Αριστερά (και στα κοινά της, που εδώ ενοποιούνται) που βλέπει κάθε νομιμότητα ως κατασταλτική βία και σε έναν δεξιό χώρο που απολαμβάνει, σαν θεατής αστυνομικής ταινίας, τη δράση των ΜΑΤ ή των ΟΠΚΕ, ανάμεσα σε μια Αριστερά που υποτιμάει τα θέματα της βίας και σε ένα συντηρητικό ακροατήριο που δεν βλέπει τις αστυνομικές αυθαιρεσίες ή το λάθος μιας «ισοπεδωτικής» προσέγγισης σε ζητήματα όπως οι καταλήψεις, υπάρχει περιθώριο μιας πραγματικά διαφορετικής αντίληψης.
Το ίδιο κενό διαφαίνεται και σε άλλα θέματα σε σχέση με το κράτος, τις επενδύσεις, το πρότυπο της οικονομικής μεγέθυνσης και της ευημερίας. Από αυτή την άποψη, αν και το πρόβλημα της Ακρας Δεξιάς έχει, προς το παρόν, «ρυθμιστεί», μένει ανοιχτό το θέμα του προσανατολισμού της χώρας. Ως προς αυτό μοιραζόμαστε, κάποιοι τουλάχιστον, μια πολιτική αμηχανία παρόμοια με αυτήν που εμφανίζεται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών
του ΑΠΘ.