Υπάρχουν πολλών ειδών Χριστούγεννα. Των πιστών και των αγοραστών. Τα κοσμικά και τα οικογενειακά. Τα φωτεινά και τα μελαγχολικά. Υπάρχουν διάφορα τοπία για Χριστούγεννα. Τα βόρεια – με πάγο και χιόνι – και τα νότια – με φοινικιές και αστέρια. Υπάρχει ξεχωριστό ύφος Χριστουγέννων. Του Dickens ή του Παπαδιαμάντη. Των παραμυθιών ή των Ευαγγελιστών. Ο κάθε άνθρωπος, κάθε χρόνο, έχει τα δικά του Χριστούγεννα. Που, από πέρυσι σε φέτος, μπορεί να απέχουν αιώνες! Για μένα, πάντως, από τότε που έπαψα να είμαι παιδί, τα Χριστούγεννα είναι πάντα μνήμη. Μια γιορτή όπου επιστρέφω.
Ιστορία πρώτη, Αθήνα, Δεκέμβρης 1944, Τα χριστουγεννιάτικα αβγά
Είμαι εννέα χρόνων, δεν ξέρω τίποτα από Χριστούγεννα, δεν έχω δει ποτέ έλατο, μήτε στολίδια. Εχουμε πολύ πεινάσει στην Κατοχή, έχουμε πουλήσει παλιά προγονικά κειμήλια γενεών, έχουμε ανταλλάξει το πιάνο της μάνας μου με έναν ντενεκέ λάδι. Μα αυτές εδώ οι γιορτές του ’44 είναι οι πιο παράξενες, συνοδευμένες από εκπυρσοκροτήσεις όπλων, εκρήξεις βομβών, κροτάλισμα μυδραλιοβόλων, το γλουγλούκισμα των όλμων που περνάνε πάνω από το σπίτι.
Εμείς τα παιδιά έχουμε χάσει και την αλήτικη κατοχική ελευθερία μας. Μας έχουν μαντρώσει στο σπίτι, «μη σας πάρει καμία αδέσποτη». Κι αυτό δεν ήταν άδεια κουβέντα. Λίγες ημέρες πριν, η ξαδερφούλα μου η Νίκη, με ξανθό ίσιο μαλλί ως τη μέση, δέχθηκε μια σφαίρα στον κατάλευκο κρόταφο.
Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως – είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος -, καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στη «Σκομπία» – έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπι. Εμείς είχαμε δίπλα μας την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ. Η μητέρα φοβόταν τους Ελασίτες αλλά μια φορά που ήρθαν στο σπίτι, με τις γενειάδες και τα φισεκλίκια τους, μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά.
Ο πατέρας εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών – πήγε για μια έκτακτη δουλειά και δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Μας έλειπε. Παραμονή Χριστουγέννων, δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε ζέστη, ούτε πατέρας. Μόνον όλμοι και βόμβες.
Καθόμασταν λοιπόν γύρω από τη λάμπα του πετρελαίου (ακόμη νιώθω τη μυρωδιά της) όταν ξαφνικά ακούμε ένα κορνάρισμα έξω από το σπίτι. Παρά την απαγόρευση πετάγομαι στο μπαλκόνι – και τι να δω! Ενα νοσοκομειακό του Ερυθρού Σταυρού στην πόρτα μας – κι ένας εξάδελφός μου, μεγαλύτερος, που μου γνέφει να κατέβω.
Κατρακυλάω τα σκαλιά. Τα νοσοκομειακά ήταν τότε τα μόνα οχήματα που ελευθεροκοινωνούσαν ανάμεσα στις δύο ζώνες. Ο εξάδελφος έφερνε μήνυμα από τον πατέρα. Ηταν καλά και μας έστελνε για δώρο μία σοκολάτα και δύο αβγά.
Τώρα εσείς νομίζετε πως χάρηκα για τη σοκολάτα. Οχι πολύ – είχα ξαναφάει μία, αγγλική, στην Απελευθέρωση. Το θαύμα ήταν τα αβγά. Τα χάζευα, τα χάιδευα (τι τέλειο σχήμα που έχουν!) κι όταν τα βράσαμε και τα κόψαμε, έμεινα εκστατικός μπροστά στο χρώμα και στη γεωμετρική συμμετρία του κρόκου μέσα στο ασπράδι.
Ετσι λοιπόν έγινε που, αντί για πασχαλινό, εγώ χάρηκα τότε αβγό χριστουγεννιάτικο.
Ιστορία δεύτερη, Δεκέμβριος 1951, Ο αρχάγγελος
Στο σχολείο, γιορτή για τα Χριστούγεννα. Μικρή τελετή. Θα διαβάσω το «Ποιμένες αγραυλούντες…» και μια ομάδα μαθητές και καθηγητές θα παίξει ένα μουσικό κομμάτι. Πρώτη φορά ακούω αυτή τη μελωδία και είναι τόσο αγνή, τόσο αγγελική, που σχεδόν ξεχνάω να μπω στην ώρα μου με το κείμενο.
Ρωτάω τον καθηγητή που οργανώνει τη γιορτή, τον μεγάλο μουσικολόγο (εμείς τον παιδεύαμε σαν δάσκαλο της Ωδικής!) Μίνω Δούνια. Είναι, μου απαντάει, το Κοντσέρτο των Χριστουγέννων του Corelli. (Concerto opus 6, n. 8, σε σολ ελάσσονα fatto per la notte di Natale.) Από τότε, κάθε φορά που ακούω αυτή τη μελωδία θυμάμαι τον Δούνια που αργότερα με έμαθε να αγαπώ και να καταλαβαίνω τη μουσική. Και θαυμάζω γιατί το μικρό όνομα του Corelli ήταν Arcangelo. Αρχάγγελος που ήρθε στη γη.
Ιστορία τρίτη, 1963 Οι Πατέρες
Μια παρέα φίλοι σκεπτόμαστε να κάνουμε Χριστούγεννα σε μοναστήρι. Κάποιος μας μιλάει για τη Μονή Ιερουσαλήμ ψηλά στον Παρνασσό, πάνω από τη Δαύλεια. Ωραία ιδέα λέμε και ξεκινάμε προπαραμονή. Ο ένας διαθέτει ΙΧ, στριμωχνόμαστε και δρόμο.
Η αλήθεια είναι πως φύγαμε κομμάτι αργά. Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν φτάσαμε στη Δαύλεια – και όταν σκαρφαλώσαμε τον απαίσιο λασπόδρομο ως τη μονή είχε πέσει το σούρουπο. Μεγάλη ταλαιπωρία η λάσπη, πέντε φορές αναγκαστήκαμε να κατέβουμε και να σπρώξουμε το αυτοκίνητο που είχε κολλήσει.
Οταν όμως είδαμε τη μονή με τα καντήλια της να τρεμοσβήνουν στο σύθαμπο, αναγαλλιάσαμε. Ζέστη, φαγητό και κατάνυξη – να τι ζητούσαν τα παγωμένα σώματα και οι άπληστες ψυχές μας.
Αλίμονο! Η μεγάλη κεντρική πύλη, ίδια καστρόπορτα σε τείχος, ήταν θεόκλειστη. Κορνάρουμε. Μόνο η ηχώ απαντάει. Ξανακορνάρουμε. Τίποτα. Χτυπάμε την πόρτα. Καμία απόκριση. Φωνάζουμε. Σιωπή. Σηκώνουμε ολόκληρα αγκωνάρια και τα πετάμε στη μεταλλική πόρτα. Αντιβουίζει το βουνό, αλλά αντίδραση καμία.
Εν τω μεταξύ έχει νυχτώσει για τα καλά, κάνει άγριο κρύο και ο οδηγός μας αρνιέται να κατέβει νύχτα τον λασπόδρομο. Εχει δίκιο, δεν αστειεύονται οι γκρεμοί γύρω-γύρω. Κάτω έχει ψιλό παγωμένο χιόνι, πώς θα βγάλουμε τη νύχτα; Αγρυπνοι φυσικά μέσα στο αυτοκίνητο, κι ένας να φυλάει τσίλιες μη μας ορμήξουν τίποτα λύκοι.
Χαράματα, στις έξι, ξαγρυπνισμένοι και παγωμένοι βλέπουμε να ανοίγει η βαριά σιδερόπορτα. Βγαίνει ένας καλόγερος καβάλα σε μουλάρι. Αγανακτισμένοι τον περικυκλώνουμε – «Τόση φασαρία κάναμε, είναι δυνατόν να μη μας ακούσατε;».
«Κάτι ακούσαμε», λέει ατάραχος ο καλόγερος, «αλλά δεν ξέραμε τι ήτανε. Κι εσείς ευλογημένοι, δεν φωνάζατε «Πατέρες! Πατέρες!» να καταλάβουμε πως ήσασταν καλοί χριστιανοί, να σας ανοίξουμε;».
Πέρασαν χρόνια, η παρέα σκόρπισε. Αλλά όποτε συντυχαίνουμε ο ένας τον άλλον η προσφώνηση είναι δεδομένη: «Πατέρες! Πατέρες!».
Ιστορία τέταρτη, 1972, Το δώρο της Πίπση
Πρέπει τώρα να σας πω την ιστορία μιας γάτας. Δεν ήταν όμορφη, ούτε χαδιάρα. Ηταν ίσως η πιο άσχημη και άκομψη γάτα που έχω γνωρίσει. Μονοκόμματη και τραχιά σαν μπουλντόγκ. Δεν ήταν καν δική μου. Ομως μου έκανε ένα θαυμάσιο χριστουγεννιάτικο δώρο.
Ζούσα τότε σε προάστιο της Αθήνας. Το σπίτι, μονοκατοικία παλιά και άβολη, ήταν απομονωμένο σε ένα ύψωμα. Πίσω του το δάσος. (Τώρα έχει γίνει πολυκατοικίες!)
Το παλιό κτίσμα είχε μείνει καιρό ακατοίκητο. Ανήκε σε έναν γέροντα γιατρό, που ζούσε εκεί ολομόναχος. Είχε πεθάνει πάνω από έναν χρόνο.
Για αρκετούς μήνες, αφού μετακόμισα, έβλεπα μια γριά και άσχημη γάτα που τριγύριζε συστηματικά το σπίτι. Βέβαια γάτες εκεί υπήρχαν πολλές. Ομως αυτή ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλησίαζε πολύ ούτε απομακρυνόταν. Βρισκόταν πάντα σε ίδια απόσταση από το σπίτι, σαν να ήταν δεμένη με ένα αόρατο σκοινί. Στηνόταν απέναντι και κοιτούσε συνεχώς τα παράθυρα, με μάτια κουρασμένα, κοκκινισμένα, ενώ έβγαζε έναν χαμηλόφωνο μακρόσυρτο ήχο – κάτι ανάμεσα σε ουρλιαχτό και παράπονο.
Φερόταν σαν άγρια γάτα – αλλά δεν έμοιαζε άγρια. Οταν στηνότανε απέναντι στο παράθυρο της άνοιγα να μπει, αλλά αυτή στεκόταν εκεί, στην ίδια πάντα απόσταση. Αν πλησίαζα, οπισθοχωρούσε, χωρίς να τρομάζει και να εξαφανίζεται. Ετρωγε το φαγητό που της έδινα, με τον όρο ότι πάντα θα σεβόμουν την προκαθορισμένη απόσταση. Αν στεκόμουν κοντά στο πιάτο, προτιμούσε να μείνει νηστική.
Το αίνιγμα λύθηκε όταν μίλησα με την κόρη του παλιού ιδιοκτήτη. Ηταν η γάτα του! Η μοναδική του συντροφιά! Την έλεγαν Πίπση κι ο γέροντας την υπεραγαπούσε. Μόνο που την είχε τόσα χρόνια που κανείς δεν φανταζόταν ότι ζούσε ακόμα. Οταν πέθανε ο γιατρός, δεν τη βρήκαν στο σπίτι. Το κλείδωσαν – κι ούτε που τη σκέφτηκαν. Κι εκείνη πήρε τα βουνά και έγινε άγρια.
Δηλαδή, το σπίτι που έμενα ήταν το δικό της! Εκανα ό,τι μπορούσα να την πείσω να επιστρέψει – μάταια. Δεν εμπιστευόταν κανέναν. Η χαϊδεμένη και καλομαθημένη, που γριά βρέθηκε στον δρόμο, επέζησε – αλλά δεν πίστευε πια σε τίποτα.
Μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα, παραμονές, και ξαφνικά ακούω ένα άλλο νιάου και βλέπω την Πίπση με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι. Ανοίγω το παράθυρο και – δεν πιστεύω τα μάτια μου – μπαίνει στο σπίτι. Πρώτη φορά μπαίνει στο σπίτι, μυρίζει δεξιά-αριστερά με μεγάλη προσοχή, ψάχνει – και τελικά έρχεται εκεί που καθόμουνα, νιαουρίζει παρακλητικά και πηδάει στην αγκαλιά μου. Η Πίπση – που τηρούσε πάντα την απόσταση ασφαλείας, τα τρία μέτρα!
Είχε έρθει για να γεννήσει. Μέσα στην αγκαλιά μου πάλευε τρεις ώρες και έκανε τέσσερα μικρά γούνινα. Κάθισε δύο μήνες στο σπίτι, τα μεγάλωσε, τα ανάθρεψε – και μια μέρα τα πήρε και εξαφανίστηκαν. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ. Ούτε αυτά.
Δεν τα πήρε όλα όμως. Εμεινε ένα, το γλυκύτερο, που αργότερα έγινε η γάτα της ζωής μου. Το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο.
Ιστορία πέμπτη, 1973, Λιγότερα!
Νοέμβριος μετά το Πολυτεχνείο. Ο πιο μουντός και άχαρος των τελευταίων χρόνων. Τόσο σκοτάδι που σχεδόν δεν ξημερώνει. Η σκιά της ηρωικής αλλά μάταιης (έτσι φαινόταν τότε) εξέγερσης, η σκιά μιας νέας, πιο στυγνής δικτατορίας, η σκιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πέφτουν επάλληλες και πνίγουν κάθε φως.
Ετοιμάζω τη χριστουγεννιάτικη κάρτα της εταιρείας – και ξαφνικά έχω μια διαφορετική ιδέα. Αντί για εορταστική κάρτα (τι να γιορτάσει κανείς!) γράφω ένα απλό κείμενο – και το τυπώνουμε μαύρο σε άσπρο φόντο – χωρίς χρώματα και έλατα. Η κάρτα εκτυπώνεται σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα, ταχυδρομείται και εκεί γίνεται το απροσδόκητο. Ολες οι εφημερίδες ανατυπώνουν το κείμενο. Κατακλυζόμαστε από γράμματα, τηλεφωνήματα, επισκέψεις. Θέλουν κι άλλες κάρτες. Μέσα σε έναν μήνα το ανατυπώνουμε τρεις φορές.
Το κείμενο μιλούσε – φαινομενικά – για την οικονομική κρίση και την ανάγκη περισυλλογής. Αλλά ο κόσμος κατάλαβε.
Είθε ο νέος χρόνος να μας φέρει λιγότερα
λιγότερο πόνο σε αυτούς που πονούν,
λιγότερο μίσος σε αυτούς που μάχονται,
λιγότερη στέρηση σε όσους στερούνται,
λιγότερο πόλεμο, λιγότερο θάνατο,
λιγότερη καταπίεση, λιγότερη εκμετάλλευση,
λιγότερη δυστυχία και λιγότερη οδύνη.
Κι αν τύχει και φέρει μαζί
λιγότερη αφθονία και λιγότερη απόλαυση
λιγότερο πλούτο και λιγότερη καλοπέραση
Ισως τότε μας χαρίσει
λιγότερη ελαφρομυαλιά και λιγότερη σπατάλη
λιγότερη επιπολαιότητα
και λιγότερη αυθάδεια.
Ισως τα λιγότερα
είναι περισσότερα…
Ιστορία έκτη, 1984, Η έκπληξη
Παραμονή Χριστουγέννων. Με τρώει η μόνιμη εορταστική μελαγχολία (κάθε χρόνο και χειρότερα). Πήγε μεσημέρι και δεν είχε ακόμη χτυπήσει το κουδούνι για τα κάλαντα. Το είχα γράψει και στο «Βήμα», πως οι σημερινοί πιτσιρικάδες, χορτάτοι πια, δεν κυνηγάνε το χαρτζιλίκι όπως εμείς, δεν πηγαίνουν στα μακρινά σπίτια.
Είχα τελειώσει το μεσημεριανό μου όταν χτύπησαν στην πόρτα. Ανοίγω και τι να δω! Ορχήστρα ολόκληρη και χορωδία, και στη μέση ο Διονύσης Σαββόπουλος με την κιθάρα του και η Ασπα και κόσμος πολύς. Κι αρχίζουν να λένε τα κάλαντα, τα παλιά, τα γνήσια. Κι εγώ να έχω βουρκώσει και να μην ξέρω τι να κάνω, πώς να τους φιλέψω, ολόκληρο στρατό. Γνωριμία με τον Νιόνιο δεν είχαμε, μια φορά τον είχα συναντήσει στη ζωή μου. Πού το βρήκαν το σπίτι, πώς το σκέφτηκαν;
Να, είπε ο Νιόνιος μετά, παραπονέθηκες πως δεν σου λένε τα κάλαντα – γι’ αυτό ήρθαμε!
Μία φορά και μένα η γκρίνια μού βγήκε σε καλό!