Δεν βλέπω να γίνονται τολμηρές κινήσεις στη σκληρά δοκιμασθείσα Παιδεία μας κατά την προηγηθείσα διακυβέρνηση τής χώρας. Η άρση τού ασύλου και η σημαία στους αρίστους καθώς και η ενίσχυση τής λήψης αποφάσεων από τα ίδια τα Πανεπιστήμια ήταν γενναίες, σωστές και αποδεκτές πολιτικές ενέργειες, αλλά μέχρι εκεί.
Ουσιαστικές, τολμηρές, αναπτυξιακές παρεμβάσεις για ενίσχυση τής Παιδείας μας δεν έχουν φανεί στις πρώτες 100 ημέρες τής Κυβέρνησης. Αναφέρομαι, βεβαίως, σε αποφάσεις που θα οδηγούσαν σε λύσεις αντίστοιχης γενναιότητας με τις τολμηρές αποφάσεις στον χώρο τής Οικονομίας! Σημαίνει αυτό υποτίμηση από την Κυβέρνηση τής προτεραιότητας τής Παιδείας και τής άμεσης ανάγκης για μια συνειδητή, οργανωμένη και συστηματική αναβάθμιση τής Εκπαίδευσης; Αν συμβαίνει αυτό, πρόκειται για μεγάλο έως μοιραίο λάθος! Λάθος που θα έπρεπε να το αποφύγει η Κυβέρνηση – προσπαθώντας ίσως να μην υπάρξουν προς το παρόν ενδεχόμενες αντιδράσεις που θα παρεμπόδιζαν τον γενικότερο σχεδιασμό. Κατανοητό, αλλά με κίνδυνο να μη γίνει τίποτε άμεσο, σημαντικό και ουσιαστικό στην Παιδεία. Ξεκαθαρίζω δε αμέσως ότι δεν κρίνεται εδώ η αναντίρρητη ικανότητα και αποφασιστικότητα τής Υπουργού Παιδείας αλλά η γενικότερη κυβερνητική πολιτική στο κρίσιμο αυτό θέμα. Και δεν αγνοώ, βεβαίως, και τα προβλήματα λειτουργίας στην αρχή τού σχολικού έτους (πλήρωση κενών των εκπαιδευτικών, έγκαιρη διανομή βιβλίων κ.λπ.). Παρά ταύτα.
Γίνομαι συγκεκριμένος. Στις πρώτες άμεσες αποφάσεις για την Παιδεία και την Εκπαίδευση – κάποιες με νομοθέτηση εντός των πρώτων 100 ημερών – έπρεπε να είναι μερικά από τα εξής:
1) Η άμεση κατάργηση τής φροντιστηριοποίησης τού Λυκείου (λαϊκιστική επινόηση Γαβρόγλου) και η αποκατάσταση τού γενικού μορφωτικού χαρακτήρα τού Λυκείου με λίγες επιλογές γενικού προσανατολισμού. Αυτό σημαίνει ότι καταργούνται τα 4 εξάωρα φροντιστηριακά μαθήματα (και η «κυριαρχία» τής κοινωνιολογίας, λαϊκίστικης και ιδεοληπτικής με το πρώτο ξεφύλλισμα τού υπάρχοντος βιβλίου), αυτά που αποβαίνουν εις βάρος όλων των άλλων βασικών επίσης μαθημάτων.
2) Η καθιέρωση τής βαρύτητας τής επίδοσης των μαθητών στις 3 τάξεις τού Λυκείου (με αντικειμενικό έλεγχο που έχουμε περιγράψει αλλού) να γίνει βασικό κριτήριο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια ώστε «να αναστηθεί» το απαξιωμένο σήμερα Λύκειο και να επανέλθει η εκτίμηση στον δάσκαλο και σε όλα τα μαθήματα. Επίσης, μέσα από μια καλή γενική μόρφωση να αποκτήσει και πάλι κύρος το Απολυτήριο τού Λυκείου, το πιστοποιημένο παιδευτικό αποτέλεσμα σπουδών 12 ετών.
3) Μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη τής Τεχνικής-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με τη δημιουργία σοβαρών κινήτρων για στροφή πολλών μαθητών σ’ αυτήν και την εξασφάλιση ποιοτικής εκπαίδευσης και πιστοποίησης των ειδικών γνώσεων.
4) Να λειτουργήσει (έχει στα χαρτιά ιδυθεί) ο Εθνικός Εξεταστικός Οργανισμός (τύπου ΑΣΕΠ), ο οποίος θα αναλάβει τη διεξαγωγή των Εισαγωγικών Εξετάσεων και κάθε άλλες επί μέρους σχολικές εξετάσεις. Ετσι, οι υποψήφιοι για τα ΑΕΙ θα μπορούν να επαναλάβουν την εξέταση σε μάθημα που δεν πήγαν καλά αντί να περιμένουν έναν χρόνο για να εξεταστούν σε όλα τα μαθήματα και πάλι με άδηλο αποτέλεσμα. Με αυτόν τον τρόπο οι εξετάσεις γίνονται πιο ανθρώπινες και αν στηριχθούν εν πολλοίς και στην επίδοση των μαθητών στο Λύκειο γίνονται ουσιαστικές και πιο δίκαιες. Φυσικά, ένας τέτοιος Οργανισμός εξασφαλίζει εξ ορισμού το αδιάβλητο των εξετάσεων αλλά και την ποιότητα τής διόρθωσης των γραπτών από ειδικά εκπαιδευμένους αξιολογητές.
5) Να καθιερωθεί η ουσιαστική, αντικειμενική και ανθρώπινη αξιολόγηση των Σχολικών μονάδων, τού εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών.
6) Να επαναλειτουργήσει η συνεχής Επιμόρφωση των Εκπαιδευτικών, με παράλληλη υποστήριξη τού εκπαιδευτικού έργου σε όλα τα γνωστικά πεδία.
7) Να εφαρμοσθεί στην πράξη, κατά το αγγλικό πρότυπο, η συστηματικά οργανωμένη ενισχυτική διδασκαλία αδύνατων μαθητών (και γλώσσας μεταναστόπουλων), ώστε να αρθούν υπαρκτές ανισότητες και να ενταχθούν ομαλά στη λειτουργία τής σχολικής τάξης.
8) Να αυξηθεί ο σχολικός χρόνος (όπως γίνεται στα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία) με τη γενίκευση τού «ολοήμερου σχολείου» ή τού «διευρυμένου ωραρίου».
9) Να επανέλθει με αξιοκρατικά κριτήρια και σαφείς αρμοδιότητες ο θεσμός τού σχολικού συμβούλου και να καθιερωθεί στις μεγαλύτερες σχολικές μονάδες ο θεσμός του συντονιστή κατά μάθημα.
10) Να επανιδρυθεί το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ως θεσμικός σύμβουλος από έμπειρους προσοντούχους εκπαιδευτικούς τού εκάστοτε Υπουργού (ο οποίος, αρχικά και κατά κανόνα, αγνοεί, όταν αναλαμβάνει, τα πολλά και δύσκολα θέματα τής Εκπαίδευσης!). Ανθρωποι που ξέρουν καλά τα θέματα τής Εκπαίδευσης (προγράμματα, βιβλία, αξιολόγηση, λειτουργία σχολείου κ.λπ.) μάς λείπουν, όχι «η στρατηγική» τής εκπαίδευσης την οποία χαράσσει η Κυβέρνηση διά τού αρμόδιου υπουργού της.
11) Οι φοιτητές των «καθηγητικών Σχολών» να αποκτούν παράλληλα κατά τον χρόνο των σπουδών τους (με την παρακολούθηση ορισμένων ειδικών μαθημάτων και πρακτικών ασκήσεων) ειδική πιστοποίηση γνώσεων και ψυχοπαιδαγωγικών ικανοτήτων προκειμένου να διδάξουν στην Εκπαίδευση.
12) Πίσω στις βασικές απαραίτητες γνώσεις: γλώσσα και μαθηματικά, ιστορία-γεωγραφία, φυσικές επιστήμες. Τα προγράμματα σπουδών να είναι ορθολογικά, χρήσιμα και διδάξιμα∙ να μη διογκώνονται με γνώσεις και απαιτήσεις που δεν είναι αντικείμενα τής ύλης τού Σχολείου αλλά τού Πανεπιστημίου!
13) Από την Α’ Δημοτικού μέχρι την Γ’ Λυκείου να υπάρχει υποχρεωτικά μια «ζώνη πολιτισμού» (λογοτεχνία, μουσική, εικαστικά, θέατρο, κινηματογράφος – αθλητισμός).
14) Στο τέλος κάθε βαθμίδας (Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου) με δειγματοληπτικούς ελέγχους να γίνεται αξιολόγηση αν επιτεύχθηκαν οι στόχοι που ετέθησαν από το Αναλυτικό Πρόγραμμα και να ακολουθούν διορθωτικές παρεμβάσεις.
15) Απόκτηση πιστοποιημένης γνώσης κατά τα χρόνια φοίτησης στο Σχολείο τής Αγγλικής (απόκτηση διπλώματος ξένης γλώσσας).
16) Ψηφιακή εγγραμματοσύνη με πλήρη εξοικείωση των μαθητών ήδη στην υποχρεωτική εκπαίδευση με τη χρήση και αξιοποίηση των Η/Υ.
17) Απελευθέρωση τής ιδιωτικής εκπαίδευσης (που προσφέρει πολύ χρήσιμο έργο και χιλιάδες θέσεων εργασίας) από τα δεσμά τής ιδεοληψίας κάποιων υπουργών και τον ζυγό τής εξουσίας κάποιων συνδικαλιστών οι οποίοι συγχέουν αδικαιολόγητα τη δημόσια με την ιδιωτική εκπαίδευση. Στην ιδιωτική εκπαίδευση είναι αναμενόμενο να αναπτύσσονται χρήσιμες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες και καινοτομίες οι οποίες δεν επιτρέπεται να παρεμποδίζονται αλλά να διευκολύνονται. Επίσης, σ’ αυτήν είναι λογικό να παίζουν σημαντικό ρόλο οι αυξημένες απαιτήσεις των Ελλήνων (φορολογούμενων) πολιτών οι οποίοι επιλέγουν, συχνά με θυσίες, να αναλάβουν οι ίδιοι την οικονομική επιβάρυνση τής μόρφωσης των παιδιών τους.
Το ζητούμενο από τις κατ’ ανάγκην επιλεγμένες αυτές επισημάνσεις είναι να περιγραφεί ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί σταδιακά αλλά σε ορατό χρόνο μια ποιοτική δημόσια εκπαίδευση όλων των βαθμίδων – εδώ στάθηκα μόνο στη Γενική Εκπαίδευση – η οποία να αποτελέσει τη βάση και τον κύριο μοχλό τής γενικότερης επιδιωκόμενης ανάπτυξης τής χώρας. Τι περιμένει η Κυβέρνηση; Η «ήπια προσαρμογή» που ακολουθείται ξέρουμε πού οδήγησε στο παρελθόν το τότε (και νυν) κυβερνών κόμμα.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.