«Χαμένος στ’ αδιάφορα πλήθη
θα λες κρυφά «θέλω να ησυχάσω»,
ενώ ο κόσμος καίγεται.
Το μόνο που θυμάμαι από σένα
είναι εκείνο που θα ‘δινες
αν ζούσες».
Κώστας Κοβάνης,
«Οταν χάνονται οι νέοι»
Η Ιστορία δεν είναι αθώα [in+nocens], δηλαδή απαλλαγμένη από βλαπτικές για κάποιους ή για πολλούς συνέπειες, ούτε απαλλάσσεται ενοχών και αμαρτημάτων. Από την αρχή της μέχρι το τέλος της [;] θα ταυτίζεται με τα λάθη και τα πάθη των ενεργούντων προσώπων αλλά δεν «θα πληρώνει» η ίδια το τίμημα γι’ αυτά. Μη διαθέτοντας άλλη λογική εκτός από τη δική της [την εν πολλοίς άγνωστη σ’ εμάς], δεν απελευθερώνει, μήτε αλυσοδένει λαούς και κυρίως δεν δέχεται προστάτες, οι οποίοι συνήθως επιχειρούν να της επιβληθούν κραδαίνοντας, ως φόβητρα, τα φαντάσματα των διαφόρων –ισμών.
Η Ιστορία δεν λειτουργεί με βάση το «τι θα γινόταν αν» κι έτσι δεν μπαίνει στον αυτόματο πιλότο ώστε να παράγει την επόμενη φορά [με τις ίδιες συνθήκες;] καλύτερα για ορισμένους αποτελέσματα.
Μπορεί πολλές φορές να γράφεται από το game of thrones, αλλά οι ήρωες δεν μένουν για πάντοτε ζωντανοί στο πέρας του χρόνου αν δεν αγαπηθούν από τους λαούς. Αλλωστε η Ιστορία ενός λαού δεν πρέπει να κινείται στο πεδίο της ασάφειας, της διπλής ανάγνωσης και της κατά περίπτωση ερμηνείας. Ετσι δεν παράγεται οργή και πένθος αλλά σύνεση κι ορθοφροσύνη που αποδεικνύονται αρετές όταν τιμώνται οι πραγματικοί συντελεστές των ιστορικών γεγονότων. Εν τέλει η ιστορική μνήμη για τις εθνικές επετείους δεν διαμορφώνεται ούτε μεταβιβάζεται με ηλεκτρονικά μηνύματα στα social media, ή με άκαπνες δηλώσεις πολιτικών, γιατί μπορεί ο λαός να χαίρεται με τις σημαίες και τα τραγούδια και οι επίσημοι να εκφωνούν πανηγυρικούς, όμως η Ιστορία γονιμοποιείται με τους αγώνες και τις θυσίες των απλών ανθρώπων.
Από την άλλη πλευρά, η Εξουσία συχνά παρουσιάζεται σαν δυνατότητα κι όχι σαν αναγκαιότητα, αφού η ικανότητα διαχείρισης των κοινών δεν αποτελεί conditio sine qua non κτήσης, χρήσης ή και κατάχρησης εξουσιών. Οι εξουσιαστές, όταν καταλαμβάνουν την εξουσία, συνήθως παύουν να είναι ριζοσπάστες ή μεταρρυθμιστές κι επιδίδονται σε μια αδιέξοδη πολιτική αυτοεπιβεβαίωσης και μετατροπής του φόβου απώλειας της ισχύος σε θεσμική θωράκιση των προνομίων τους. Χωρίς αίσθηση προσωπικής ευθύνης [και ευθύτητας και ευθιξίας], πολλάκις χρησιμοποιούν τη δύναμη των μηχανισμών κατά των αδύναμων ή των δυνάμει διεκδικητών, καταγγέλλοντας – με ένα είδος δικής τους ψευδοαθωότητας – ό,τι και όποιον διαφωνεί ή απορεί. Χειρίζονται τις αδυναμίες των [αφελών;]ανθρώπων, οι οποίοι δεν μπορούν να ζήσουν αν δεν πιστέψουν σε κάτι ή σε κάποιον, και τροφοδοτούν με ψευδαισθήσεις τους «άπιστους». Μ’ έναν επιθετικό, οιονεί ιερό λόγο, φοβίζουν όσους δεν πείστηκαν, τρέμοντας και οι ίδιοι την ενδεχόμενη αυτοακύρωσή τους από τις απρόβλεπτες στροφές της Ιστορίας.
Δεν είναι ούτε «επαναστάτες», οι οποίοι στοχοποιούν όλους τους εχθρούς για λόγους εξωτερικής πολιτικής ισχύος και δεν διστάζουν να θυσιάζουν για λόγους σκοπιμότητας αθώους πολίτες, ούτε «εξεγερμένοι», οι οποίοι, διαθέτοντας ηθικά εσωτερικά όρια, δεν εκδικούνται και δεν χύνουν άδικο αίμα. Οι εξουσιαστές κινούνται στο αυτοαναφορικό πλαίσιο του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», δίχως ν’ απαντούν στο ερώτημα «ποιος αγιάζει τον σκοπό».
Σπανίως αποκαλύπτουν το «από πού έρχονται» για να μη φανερωθεί το «πού (θέλουν) να το πάνε».
Σε κάθε περίπτωση οι πραγματικά τολμηροί, αποφασισμένοι, σώφρονες ηγέτες είναι αυτοί που μετριώνται – ιδίοις κινδύνοις – με την Ιστορία και δεν αρκούνται, εκστασιαζόμενοι, στο να καταμετράνε ψηφαλάκια οπαδών.
Αν τα παραπάνω ισχύουν, έστω μερικώς, τότε ίσως να πρέπει να εξετάσουμε ποιες μορφές εξουσίας και ποια πρότυπα ηγετών μίλησαν με την Ιστορία και ποιοι απλοί διαχειριστές εξουσιών απλώς τις άσκησαν προς ίδιον ή φιλικό, μερικό ή συγκυριακό, τοπικό ή κομματικό, συμφέρον.
Αυτή η καταγραφή μπορεί ν’ αποδειχθεί μια ένδειξη ορθής κατανόησης των ιστορικών γεγονότων του 1940, μια έντιμη αποτίμηση πράξεων ηρωισμού και θυσίας, καθώς και μια αναγνώριση της εθνικής/δημοκρατικής δράσης προσώπων που οι μετέπειτα ηγεσίες [και όχι βέβαια η ίδια η Ιστορία] θεώρησαν σκόπιμο ν’ αποκρύψουν.
Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι πρώην υπουργός.