Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται από την πτώση του επαίσχυντου Τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου του 1989. Για τα γεγονότα εκείνων των ημερών και για τις συνθήκες της κατάρρευσης του Τείχους έχουν γραφτεί και θα γραφτούν πολλά. Αντί, λοιπόν, να επιμείνω και ή να επανέλθω σε αυτά, θεωρώ πιο σκόπιμη μια μικρή αναδρομή στον βίο και στην πολιτεία του καθεστώτος το οποίο έχτισε το Τείχος.
Τι άλλο ήταν το Τείχος παρά κίνηση απελπισίας και ομολογία αποτυχίας ενός κράτους και ενός καθεστώτος που δεν υπήρξαν ποτέ παρά κατασκευάσματα της κάποτε κραταιάς σοβιετικής αυτοκρατορίας; Η Γερμανική Δημοκρατική Πολιτεία (DDR), όπως ήταν η επίσημη ονομασία που δόθηκε το 1949 στη σοβιετική ζώνη τής υπό τον έλεγχο των τεσσάρων μεγάλων Συμμαχικών δυνάμεων μεταπολεμικής Γερμανίας, προσπάθησε να ανταγωνιστεί τη Δυτική (Ομοσπονδιακή) Γερμανία, η οποία είχε προκύψει από τη συνένωση της αμερικανικής, της βρετανικής και της γαλλικής ζώνης κατοχής.
Η αποτυχία, ωστόσο, του συστήματος που είχε εγκαθιδρυθεί στην DDR και που αυτοχαρακτηριζόταν σοσιαλιστικό ήταν παταγώδης σε όλα τα πεδία: χαμηλή παραγωγικότητα, μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, ατροφία όλων των δημοκρατικών θεσμών, γραφειοκρατική ακαμψία, χαμηλό βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, και βέβαια κατάπνιξη κάθε δημιουργικής πρωτοβουλίας και κάθε αντίθετης φωνής.
Ολα, δηλαδή, «τα καλά» που συνοδεύουν τον αυτοαποκαλούμενο σοσιαλισμό, οπουδήποτε και οποτεδήποτε και αν εφαρμόστηκε αυτός. Φυσικό επακόλουθο: σε λίγα χρόνια, ολοένα και περισσότεροι πολίτες της DDR προσπαθούσαν να διαφύγουν στη Δύση, κυρίως μέσω της πιο πρόσφορης οδού, που βέβαια ήταν το κομμένο στα δύο Βερολίνο.
Πριν η ηγεσία της DDR επιχειρήσει, τον Αύγουστο του 1961, να ανακόψει μέσω του Τείχους αυτό το συνεχώς διογκούμενο ρεύμα, το Βερολίνο είχε γνωρίσει και άλλες περιπέτειες. Eτσι, το 1948-49 οι Σοβιετικοί και τα πειθήνια όργανά τους είχαν προσπαθήσει να «καταπιούν» και το υπόλοιπο Βερολίνο, αποκλείοντας τον πλήρως περικυκλωμένο από ανατολικογερμανικά εδάφη δυτικό τομέα της πόλης. Απέτυχαν όμως, κυρίως επειδή είχαν μάλλον υποτιμήσει την απόφαση της Δύσης να υπερασπιστεί πάση θυσία αυτό το, τρόπον τινά, «προκεχωρημένο φυλάκιο» του ελεύθερου κόσμου. Εντεκα μήνες, από τον Ιούνιο του 1948 έως τον Μάιο του 1949, κράτησε ο αποκλεισμός. Σε αυτό το διάστημα οι Δυτικοί, και κυρίως οι Αμερικανοί, με τη θρυλική αερογέφυρα εφοδίασαν το πανταχόθεν αποκλεισμένο Βερολίνο με περισσότερους από 2 εκατομμύρια(!) τόνους τρόφιμα, καύσιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης (έχει υπολογιστεί ότι προσγειωνόταν ένα αεροπλάνο με εφόδια περίπου κάθε 3 λεπτά!).
Λίγα χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1953, οι εργάτες του Ανατολικού Βερολίνου ξεσηκώθηκαν. Ακολούθησε άγρια καταστολή, με συμμετοχή και σοβιετικών δυνάμεων. Ηταν τότε που ο «δικός τους» Μπρεχτ, «δικός τους» αλλά και αρκετά οξυδερκής ώστε να έχει καταλάβει τι γινόταν ήδη από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής του στην DDR, έγραψε το διάσημο ποίημά του, για την κυβέρνηση που «δεν εμπιστεύεται πια τον λαό», και επομένως θα ήταν ίσως πιο απλό «να διαλύσει τον λαό και να διαλέξει άλλον».
Oσο η ανατολικογερμανική ηγεσία έβλεπε να χάνει το παιχνίδι του ανταγωνισμού με την Ομοσπονδιακή Γερμανία, προσπαθούσε να απαντήσει με μέτρα που δεν ήταν παρά δείγματα εν πολλοίς ενός ολοένα αυξανόμενου πανικού. Ενα από αυτά τα μέτρα ήταν και η έμφαση στον αθλητισμό. Ποιος δεν θυμάται το «αθλητικό θαύμα» της κοινώς λεγόμενης Ανατολικής Γερμανίας, κυρίως κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, το οποίο ήταν ωστόσο βασισμένο στην πνιγμένη στα αναβολικά «παραγωγή πρωταθλητών»; Παιδιά που επιλέγονταν για αυτόν τον ρόλο από έναν απάνθρωπο μηχανισμό – πολλά από αυτά πέθαναν σε σχετικά νεαρή ηλικία ή ζουν παραμορφωμένα από την κατάχρηση αναβολικών – καλούνταν να ανεβάσουν το διεθνές κύρος της χώρας κερδίζοντας μετάλλια. Εννοείται βέβαια πως, όταν το «σοσιαλιστικό» καθεστώς κατέρρευσε, όλο αυτό το «αθλητικό θαύμα» εξαφανίστηκε σχεδόν ακαριαία.
Ενα δεύτερο μέτρο του ανατολικογερμανικού καθεστώτος, στο πλαίσιο της απεγνωσμένης προσπάθειάς του να επιβιώσει, ήταν η έμφαση στον ρόλο των υπηρεσιών ασφαλείας. Η διαβόητη Stasi (Staats Sicherheit Dienst = Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας) είχε φτάσει επί Χόνεκερ να έχει περίπου 100.000 άτομα προσωπικό, περίπου 500.000 πληροφοριοδότες και περίπου 6.000.000 φακέλους στα αρχεία της. Πλην όμως, επί ματαίω, αφού τίποτε απ’ όλα αυτά δεν εμπόδισε το καθεστώς να καταρρεύσει το 1989, κυριολεκτικά εν μιά νυκτί.
Εγώ πάντως το μικρό κομματάκι από το Τείχος, που φρόντισα να προμηθευτώ λίγα χρόνια μετά την πτώση του, το έχω – και θα το έχω πάντα – στο γραφείο μου. Αφενός επειδή πιστεύω πως δεν πρέπει να ξεχνάμε το τίμημα που πλήρωσαν ορισμένοι λαοί στον εκτρωματικό «υπαρκτό σοσιαλισμό», αλλά και για έναν ακόμα λόγο: ως υπενθύμιση ότι, τελικά, κανένα καθεστώς βασισμένο στο ψέμα και στην ωμή προπαγάνδα, στον χαφιεδισμό και στην καταστολή, δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να επιβιώσει. Ακόμα και αν αυτό δεν ισχύει απόλυτα, έχουμε τόση ανάγκη να το πιστεύουμε…
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.