Ο ιστορικός Μαρκ Φερό, στο γνωστό του βιβλίο(1), έχει μιλήσει με πολλά παραδείγματα για την τύφλωση μέσα στην Ιστορία, για το πώς δηλαδή ηγέτες, πνευματικές ελίτ και φυσικά οι ίδιοι οι πολίτες αρνούμαστε, συχνά, να δούμε κατάματα την πραγματικότητα. Ο Φερό, ελευθεριακό πνεύμα σε απόσταση από τις ορθοδοξίες, δεν χαρίζεται σε κανέναν παράγοντα και παράδοση της πολιτικής: αναφέρει τη φοβερή τύφλωση των κομμουνιστών για τις πραγματικότητες του σοβιετικού κόσμου αλλά μιλάει και για την τύφλωση πολλών αστικών ηγεσιών απέναντι σε μείζονα γεγονότα: από την πορεία του χιτλερικού καθεστώτος προς τον πόλεμο και το Ολοκαύτωμα μέχρι μεγάλες εξεγέρσεις όπως ο Μάης του ’68, πρόσφατες γεωπολιτικές αναστατώσεις και εκρήξεις όπως η λεγόμενη Αραβική Ανοιξη ή φαινόμενα όπως η ανάπτυξη του πολιτικού Ισλάμ και η τζιχαντιστική τρομοκρατία. Με άλλα λόγια, ο Φερό διαβάζει την τύφλωση στον πληθυντικό και σε ένα χρονικό βάθος που δείχνει την αινιγματική της διάρκεια στα δημόσια και πολιτικά πράγματα και το πώς μπορεί να αφορά και τους ευφυέστερους παρατηρητές ή πολιτικούς δρώντες.
Νομίζω πως ο συγκεκριμένος όρος ταιριάζει και στα θέματα της κλιματικής αλλαγής και των περιβαλλοντικών διακινδυνεύσεων. Ας δούμε γιατί. Κατ’ αρχήν, οι άνθρωποι δεν θέλουν να κλονίζεται το πλαίσιο των ερμηνειών που έχουν καταφέρει να δώσουν στα πράγματα που τους περιβάλλουν. Δεν έχουν δηλαδή καμιά όρεξη να ταράζονται συνήθειες και τρόποι ζωής που συνδέθηκαν με σχέδια ευτυχίας και αυτοπραγμάτωσης δεκαετιών. Αν πάμε στις γνωστές πολιτικές οικογένειες, είναι προφανές πως ένας κλασικής κοπής φιλελευθερισμός όπως και οι σοσιαλισμοί-κρατισμοί της βιομηχανικής κοινωνίας δύσκολα παραδέχονται τα κενά τους ή τα παραδέχονται με όρους μιας τυπικής αυτοκριτικής. Εύλογα, οι εκσυγχρονιστικές θεωρίες με φιλελεύθερη ή αριστερή προέλευση δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις αποτυχίες τους και εδώ και χρόνια φαίνεται να σαστίζουν μπροστά στις αλλαγές που φέρνει η εποχή των πλανητικών κινδύνων.
Η τύφλωση όμως δεν αφορά μόνο τα κόμματα ή τις ηγετικές ελίτ. Είναι εντονότερη και μάλλον πιο επώδυνη όσο προχωράμε στους ατομικούς κόσμους, στην προσωπική στάση και στα ύφαλα της καθημερινότητας. Εκεί βλέπουμε πως η όποια ατομική και οικογενειακή ρουτίνα χτίζεται με κόπο μέσα από την απώθηση των περιττών περιπλοκών, τη λήθη και την παραγνώριση. Για τις παλαιότερες γενιές, η άμεση πια κοντινή προοπτική των οικολογικών αυτοπεριορισμών φαντάζει ενοχλητική και μάλλον μίζερη. Τα μέτρα για το περιβάλλον, είτε ως νέες φορολογίες είτε ως απαγορεύσεις και περιορισμοί (λ.χ. στα πλαστικά μιας χρήσης), ξαναζωντανεύουν στη φαντασία το σύμπαν της στέρησης και της υποχρεωτικής «ολιγάρκειας» της παλιάς, στενής ελληνικής ζωής.
Η ιδέα πως πρέπει να ζήσουμε στον κόσμο κάνοντας πιο συνετές και μετρημένες επιλογές ερεθίζει τα αντανακλαστικά της ανυπακοής στις νόρμες που για όλες τις γενιές των μεταπολιτευτικών δεκαετιών συνδέθηκαν με τη δαπάνη, το ξόδεμα και την ηδονή. Για δεκαετίες οι ιδέες της ελευθερίας και της ευημερίας περνούσαν κατά βάση από την ποσοτική διεύρυνση των επιλογών, από την αύξηση της αγοραστικής ικανότητας και την καταναλωτική ευχέρεια. Εύλογα λοιπόν οι νέοι κανόνες της σωφροσύνης και της πιο φειδωλής χρήσης των πόρων θα προκαλούν εκνευρισμό και αντιδράσεις. Η τύφλωση είναι άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο εμμένουμε σε όσα έχουμε μάθει στο παρελθόν. Η απροθυμία να διαπραγματευθεί κανείς καινούργιες γνώσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε αναθεωρήσεις. Αν, ας πούμε, μια πληροφορία έχει σαν αποτέλεσμα να κλονίσει την πίστη μου, σπεύδω να την αποδιώξω μακριά μου και ίσως να προσποιηθώ πως δεν συμβαίνει κάτι σοβαρό. Το έκαναν, ας πούμε, οι περισσότεροι αριστεροί επί χρόνια όταν έρχονταν σε επαφή με πληροφορίες για την καταπίεση και την κρατική βία στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Καταφεύγουν, παγίως, στην άρνηση και συμπολίτες μας (συνήθως αυτοί ανήκουν στον συντηρητικό χώρο) αντιδρώντας όταν ακούνε για ελληνικά εγκλήματα, για δείγματα της δικής μας βαρβαρότητας μέσα στο πέρασμα των χρόνων.
Αυτόν τον καιρό παρατηρεί κανείς άρνηση απέναντι στα περιβαλλοντικά επείγοντα. Πώς οργανώνονται όμως αυτή η άρνηση και η αντίστοιχη τύφλωση; Πέρα από το να στέκεται κανείς στο ύφος και στα λόγια της έφηβης ακτιβίστριας Γκρέτα Τούνμπεργκ (το πολυσυζητημένο θέμα των ημερών), η άρνηση φαίνεται ανατρέχει σε από μηχανής θεούς: για παράδειγμα, στη λυτρωτική παρέμβαση της επιστήμης που, όπως λέγεται, θα τα αντιμετωπίσει όλα και θα δώσει τις λύσεις. Πόσο διαφέρει όμως αυτή η προσδοκία για τη σωτήρια παρέμβαση της επιστήμης από εκείνη την παραδοσιακή πίστη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από τον σοσιαλισμό; Πόσο μακριά είναι μια μονοσήμαντη προσδοκία μεγέθυνσης από τις ιδέες του 19ου αιώνα για τον «βιομηχανισμό» που πιστευόταν πως θα έλυνε και το κοινωνικό ζήτημα και μαζί, ενδεχομένως, θα ρύθμιζε και τα ηθικά διλήμματα των μοντέρνων καιρών;
Προφανώς, δεν είναι τύφλωση η εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της επιστήμης, στις τεχνολογικές καινοτομίες και στο αποδεικτικό πνεύμα. Μια τύφλωση αρχίζει από τη στιγμή που περιφρονούμε την πρακτική ευθύνη του πολίτη και της δράσης του για να ενθρονίσουμε στη θέση της είτε μια στομφώδη ρητορική Αποκάλυψης είτε μια τεχνοφουτουριστική βεβαιότητα.
Ναι, υπό μία έννοια, η κατάχρηση του φόβου και της απειλής για τις επερχόμενες καταστροφές μπορεί να παραλύει και να απελπίζει παρά να αφυπνίζει και να κινητοποιεί σε βάθος και σοβαρά. Και, πράγματι, η όποια συναισθηματική επένδυση έχει πάντα ημερομηνία λήξης και όρια: οι σοβαρές πολιτικές και επιστημονικές απαντήσεις δεν μπορεί να οργανωθούν πάνω στη συναισθηματική ένταση και στην ηθική δραματοποίηση (το λάθος σχήμα «από εδώ εμείς οι ευαίσθητοι / από εκεί όλοι οι υπόλοιποι, οι αναίσθητοι και οι κακοί»).
Η κριτική όμως στους υψηλούς τόνους του συναισθηματισμού και στις υπερβολές των σεναρίων Αποκάλυψης είναι ένα πράγμα. Το άλλο και πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, είναι η ίδια η τύφλωση και η απώθηση των ηθικών και πολιτικών ευθυνών. Γιατί ανάμεσα στο περίσσευμα πάθους και σε μια μακάρια αντίληψη business as usual (ή κάποιων ημιμέτρων), η επιλογή της σύνεσης μπορεί να είναι απρόβλεπτη: με άλλα λόγια, το μέτρο μπορεί να βρίσκεται με την πλευρά της θορυβώδους ανησυχίας και όχι με τον προσεκτικό εφησυχασμό.
Ο ορθολογικός μας πραγματισμός μπορεί να γίνει πιο πειστικός στην υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των μεγάλων κατακτήσεων της νεωτερικότητας όταν γίνει εμφανές ότι αναγνωρίζουμε τις ευθύνες απέναντι στα παθολογικά φαινόμενα του κόσμου όπου βρισκόμαστε και όπου αναζητούμε απαντήσεις: απαντήσεις έλλογες αλλά και σε επαφή με τις αγωνίες των συγχρόνων και ιδίως των νεοτέρων, αυτών, εν τέλει, που θα ζήσουν και μετά από εμάς. Οι επόμενοι, οι άλλες γενιές, είναι άλλωστε εκείνοι που θα επωμιστούν τα βάρη και θα κληθούν να σώσουν όρους ζωής, αξιοπρέπειας και, ελπίζω, αστικών ελευθεριών.
1.Μarc Ferro, «Τύφλωση ή γιατί αρνούμαστε την πραγματικότητα», Αθήνα, Μεταίχμιο, πρόλογος – μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου, Μεταίχμιο, 2016.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.