Εχει γραφεί πως η Γαλλία ήταν πάντα άριστα προετοιμασμένη για τον προηγούμενο πόλεμο. Ετσι, ίσως, και η Φώφη Γεννηματά είναι πάντα προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τον προηγούμενο – με άλλα λόγια, τον λάθος – εχθρό. Και να κάνει, αντίστοιχα, τις λάθος συγκλίσεις, τις λάθος συμμαχίες, τις λάθος συμπλεύσεις. Ας δούμε κάποιες βασικές επιλογές της, αναδεικνύοντας τη στάση της σε δύο θέματα. Διατηρούν, πιστεύω, την επικαιρότητά τους παρά τη σχετική χρονική απόσταση, επειδή αναδεικνύουν τη λογική τής συμπεριφοράς της μόνης – πλην των δύο πόλων του νέου δικομματισμού – ενδοσυστημικής πολιτικής δύναμης της χώρας, της μόνης, με άλλα λόγια, που μπορεί να προσφέρει κυβερνησιμότητα σε περίπτωση απουσίας αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Πρώτον…
Ηλθε η Συμφωνία των Πρεσπών ως τεράστιο – το μόνο ίσως – δώρο της κυβέρνησης Τσίπρα προς τον τόπο και το πολιτικό του προσωπικό (αφού, με σεβασμό μάλιστα στον πυρήνα κάποιων βασικών διεθνοδικαιικών αξιών περί αυτοπροσδιορισμού των λαών, απήλλαξε τη χώρα από τις αυτιστικές εμμονές της, τη γλίτωσε από την αδιέξοδη και ανορθολογική κατασπατάληση του περιορισμένου διεθνοπολιτικού της κεφαλαίου, εκρίζωσε έναν παράγοντα εμπλοκών και ανασφάλειας στην περιοχή, ενώ ενίσχυσε το σύστημα ισχύος της Δύσης και περιόρισε τον κίνδυνο διείσδυσης κοντά στα βόρεια σύνορά μας δυνάμεων και κέντρων ισχύος καταφανώς επιβλαβών και επιβουλευτικών για τα συμφέροντά μας).
Ο ηγέτης της ΝΔ, όπως έχω σχετικά πρόσφατα προσπαθήσει να εξηγήσω (βλ. «Ο Ερρίκος ο 4ος της Ναβάρρας και ο Μητσοτάκης» στο «Βήμα» της 11/8/2019), λόγω των πολιτικοκοινωνικών περιστάσεων και των εκλογικών συσχετισμών δεν διέθετε άλλη επιλογή παρά να εναντιωθεί στη Συμφωνία. Αυτό, δε, και για εσωκομματικούς και για γενικότερους λόγους: έχοντας ως στόχο να κυβερνήσει με αυτοδύναμη πλειοψηφία μια χώρα δομικά αντιδυτική, η οποία σε όλες τις μείζονος σημασίας ιστορικές στιγμές αναγκάστηκε – και δεν επέλεξε – να βρεθεί στο δυτικό στρατόπεδο (1917, δεκαετία του 1940, 1981, 2015), όφειλε να επιδείξει επαρκή κυνισμό, ώστε και το κόμμα του να μη διασπαστεί, δηλαδή να μη χάσει το τμήμα της εκλογικής και κοινωνικής του βάσης το αντιτιθέμενο στη Συμφωνία. Ουσιαστικά αυτή η κ υνική συμπεριφορά ήταν μέθοδος καταπολέμησης της ακυβερνησίας της χώρας.
Η Γεννηματά, όμως, τι λόγο είχε να σηκώσει τα αντιπρεσπικά λάβαρα; Ακόμη και το μη προερχόμενο από το Ποτάμι τμήμα των δυνητικών – σε κάθε, δε, περίπτωση σχετικά ευάριθμων – ψηφοφόρων της, στη μεγάλη πλειονότητά του, αντιλαμβανόταν τόσο τη διεθνοπολιτική σκοπιμότητα όσο και την εθνική χρησιμότητα της Συμφωνίας. Η στάση της, λοιπόν, μάλλον δεν της έφερε περισσότερους εκλογείς από όσους της έδιωξε. Αλλά ακόμη και αν, ως υπόθεση εργασίας, γινόταν δεκτό πως αυτή η στάση είχε στις 7 Ιουλίου θετικό για την ίδια εκλογικό ισολογισμό, και πάλι – για λόγους πολιτικού «positioning», δηλαδή τοποθέτησης μέσα στο όλο πολιτικό σύστημα – δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί πως την ωφελεί σε βάθος χρόνου: με όλες τις δυνάμεις της πολιτικοκοινωνικής συντήρησης και του πολιτικού αυτισμού (Καμμενιστές, Λεβεντιστές, Ζωιστές, Βελοπουλικούς, ΚΚΕ, φυσικά Χρυσαυγίτες κ.λπ.) να έχουν τοποθετηθεί κατά της Συμφωνίας και με το Ποτάμι να μην υπάρχει πια στο πολιτικό σύστημα της χώρας, μια διεθνοπολιτικά και εθνικά υπεύθυνη στάση θα διασφάλιζε στο φώφειο κόμμα ηγεμονία σε ένα μεγάλο μέρος της εθνικής πολιτικής σκηνής. Ηγεμονία η οποία, μεσομακροπρόθεσμα κατά πάσα βεβαιότητα, θα υπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα και την επιβίωση του κόμματός της. Αλλά η πρόεδρος αποφάσισε να συμπλεύσει με τη Δεξιά και τη συντήρηση.
Δεύτερον…
Η κυβέρνηση της ΝΔ αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να εκριζώσει το καρκίνωμα του λεγόμενου «πανεπιστημιακού ασύλου», το οποίο – υπό το πρόσχημα πως υπηρετεί ζητούμενα που έχουν αντιμετωπιστεί στον δυτικό κόσμο από τον 13ο αιώνα – λειτουργεί ως μηχανισμός κατατρομοκράτησης της πανεπιστημιακής κοινότητας της αφρούρητης χώρας μας και υπόθαλψης της εγκληματικότητας εντός του πανεπιστημιακού χώρου. Αλλά εδώ η Φώφη αποφάσισε να συμπλεύσει με την Αριστερά και την «πρόοδο»… Ενώ, ασφαλώς, η συντριπτική πλειοψηφία τής κοινωνικοεκλογικής της βάσης αντιλαμβάνεται το απαραίτητο του μέτρου και επιθυμεί να πάψουν οι πανεπιστημιακοί χώροι να λειτουργούν σαν άσυλα ανιάτων.
Πώς, λοιπόν, μπορεί να αξιολογηθεί η όλη στάση του κόμματος με βάση και το ιστορικό παρελθόν του;
Επιτρέψτε μου να το παρουσιάσω με έναν παραλληλισμό:
Φανταστείτε ένα αναρχοκοριτσόπουλο με πολύ ανατρεπτική έως και προκλητική διάθεση κατά των γονιών του και της κοινωνίας, το οποίο αρχικά αμφισβητεί τα πάντα. Το κορίτσι αυτό στην πορεία ενηλικιώνεται, ωριμάζει, γίνεται υπεύθυνο και, σε στιγμές πολύ κρίσιμες για την οικογένειά του, δίνει ανέλπιστα μεγάλα δείγματα λογικής, συνοχής και αίσθησης ευθύνης. Στα γεράματα, όμως, ξανατρελαίνεται: αρχίζει να κάνει τατουάζ, να φοράει σούπερ μίνι, με πλήρη άρση αναστολών να συνευρίσκεται ερωτικά στους δρόμους με τον κάθε περαστικό, να κάνει απίθανες «τεχνουργίες» στα μαλλιά και στα νύχια του, να συμπεριφέρεται δηλαδή και πάλι σαν άφρων παιδούλα. Ετσι συμπεριφέρεται, πιστεύω, και το κινάλειο ΠαΣοΚ της Φώφης!
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.