Για πολλούς από αυτούς που το έζησαν, το (δημόσιο) γυμνάσιο της δεκαετίας του ’60 δεν είναι, υποθέτω, τόπος ανεπιφύλακτης νοσταλγίας. Δύσκαμπτος πειθαρχισμός, σκυθρωπή «παιδαγωγική» και απροσήγοροι δάσκαλοι όριζαν μια νόρμα που εύκολα δεν επέτρεπε, αν και τελικά δεν απέτρεπε, ανακουφιστικές αποκλίσεις και εξαιρέσεις. Ομως αυτό που σίγουρα θα θυμούνται οι παλαιοί των ημερών είναι η φειδώ των βαθμών, όπου τα σαΐνια στα Μαθηματικά και στα Αρχαία είχαν κάθε λόγο να εορτάζουν ένα δαφνοστεφές 16άρι. Και ύστερα ήρθαν μέρες βαθμολογικού πληθωρισμού, και η μαθητική συνομοταξία του 19 και του 20 σημείωσε ραγδαία αύξηση. Η ερμηνεία του φαινομένου εμπίπτει, ασφαλώς, στις αρμοδιότητες των ιστορικών της εκπαίδευσης, αν και το ραγδαίο του πράγματος θα έπρεπε ίσως να έχει ήδη κινήσει το ενδιαφέρον της γενετικής και της εξελικτικής βιολογίας.
Η απαξίωση της μέσης εκπαίδευσης
Δεν ξέρω, και δεν έχει μεγάλη σημασία, αν ο βαθμολογικός πληθωρισμός γέννησε τη βαθμοθηρία ή αν ήταν η βαθμοθηρία που γέννησε τον πληθωρισμό. Το βέβαιο είναι ότι σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, που ανέκαθεν τείνει να δελεάζεται από το φαίνεσθαι εις βάρος τού είναι και που ανέκαθεν κάνει ισχυρή φαντασιακή επένδυση στο πανεπιστήμιο, το φαινόμενο δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει ένα είδος ψευδούς εκπαιδευτικής συνείδησης. Και αν το καθήκον της αλήθειας, του διαφωτισμού και της αντίστασης ανήκε κατά πρώτο λόγο σε όσους ανελάμβαναν την πολιτική ευθύνη για την Παιδεία, αυτό που είδαμε τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ περισσότερο έλλειψη τόλμης, προχειρότητα και προτεραιότητα πολιτικής υστεροβουλίας σε βάρος του ορθολογικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού, ο οποίος έμοιαζε να αρχίζει και να τελειώνει με τον γρίφο του τρόπου εισαγωγής στα ΑΕΙ.
Ενδοθεν και έξωθεν απαξίωση της μέσης εκπαιδευτικής βαθμίδας, ανόρεχτα και ασυντόνιστα παιδαγωγικά πειράματα στου κασίδη το κεφάλι, αύξουσα τυποποίηση της διδακτέας και εξεταστέας ύλης με την κυρίαρχη συνδρομή του φροντιστηρίου, συστηματική επιδότηση του απομνημονευτικού κομφορμισμού και πογκρόμ κατά της κριτικής σκέψης ήταν τα κεφαλαιώδη οψώνια μιας αμαρτίας που εξελισσόταν πίσω από το απατηλό προπέτασμα των μερικών χιλιάδων μορίων στον δρόμο για το πανεπιστήμιο. Και αρκούσε μια χρονιά θεμάτων αυξημένης δυσκολίας για να θρυμματιστούν οι γυάλινες «βάσεις» αυτής της ψευδοκατασκευής.
Ετσι δεν διαμορφώθηκαν ποτέ συνθήκες για σοβαρή και ουσιαστική λύση του γρίφου της εισαγωγής και οι επακόλουθες στρεβλώσεις αποδείχθηκαν εξαιρετικά δυσμάχητες, αλλά μία από αυτές σημάδεψε τραυματικά τη διδακτική μου σταδιοδρομία όταν χρόνο με τον χρόνο αντιλαμβανόμουν ότι έπρεπε να κηρύξω τον λόγο της Φιλολογίας σε ακροατήρια αποτελούμενα σε ικανό ποσοστό από νέους ανθρώπους που το σύστημα τους είχε παροχετεύσει από την πρώτη και βασική τους προτίμηση για να λιμνάσουν αμήχανοι και ανύποπτοι σε ένα γνωστικό πεδίο για το οποίο δεν είχαν ποτέ κάνει όνειρα ούτε στον ύπνο τους ούτε στον ξύπνο τους. Και είναι τραγικά ειρωνικό ότι πολλοί από αυτούς, υψηλοί βαθμοφόροι του 19 και του 20 στο λύκειο, αφού είχαν αποτύχει σε μία ή σε δύο και περισσότερες εξεταστικές περιόδους, αρκούνταν στο τέλος σε ένα διαδικαστικό 5 για να γλιτώσουν επιτέλους από τον δαίμονα που αδόκητα και εκ παραδρομής βρέθηκε να στοιχειώνει μερικά από τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους.
Μεθοδικές κινήσεις ή άλματα;
Πριν από έντεκα χρόνια («Το Βήμα», 24/11/2008) σχολίαζα τις συνέπειες της συνεχούς έκπτωσης των βάσεων για τα τμήματα Φιλολογίας, αλλά τότε τα πρωτοσέλιδα δεν πληροφορούσαν ακόμη ότι περισσότερο από ένα 25% των μαθητών από τα γενικά και ένα 40% από τα επαγγελματικά λύκεια δεν χρειάστηκε παρά να σκύψουν κάτω από τον πήχη για να μπουν στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα ούτε ότι η Φιλολογία και τα Μαθηματικά θα υποδεχθούν φέτος «ευέλπιδες» με 9.700 και 7.500 μόρια αντιστοίχως. Κι αυτό είναι λόγος να αναρωτηθεί κανείς αν η τραγική ειρωνεία που λέγαμε είναι τελικά προτιμότερη από τη μαγγανεία, ή μάλλον τη μωρία, των μορίων η οποία, σύμφωνα με τη διαπίστωση εκπαιδευτικού αναλυτή τις προάλλες, κάνει τη «συντριπτική πλειονότητα των υποψηφίων να είναι ικανοποιημένη καθώς πέτυχαν σε σχολές που δεν ανέμεναν». Με άλλα λόγια, ένα μεγάλο μέρος του φοιτητικού πληθυσμού δυστυχεί ή ευτυχεί, πλην σε σχολές που ποτέ δεν ανέμενε ή επέλεξε – ίνα μη νομίζωμεν ότι η μόνη παγκόσμια αποκλειστικότητα του ελληνικού πανεπιστημίου είναι, ή ήταν μέχρι προχθές, το άσυλο.
Οι στρεβλώσεις του εξεταστικού συστήματος, το μη «βατόν», κατά το λεγόμενο, των θεμάτων, η αύξηση του αριθμού εισακτέων, η γαβρόγλειος εξίσωση ΤΕΙ και ΑΕΙ, ακόμη και η γεωγραφική θέση ορισμένων τμημάτων έχουν ήδη επισημανθεί και είναι πράγματι παράγοντες που ερμηνεύουν, όσο ερμηνεύουν, το φετινό βάραθρο των βάσεων, αλλά η θεραπευτική αγωγή πρέπει να αρχίσει από τη σωστή ιεράρχηση της σημασίας των γνωστικών αντικειμένων, τη ρεαλιστικά υπολογισμένη οικονομία της διδακτέας ύλης, τον εκσυγχρονισμό, όπου χρειάζεται, των διδακτικών εγχειριδίων και την ποιοτική αναβάθμιση των λειτουργών της μέσης εκπαιδευτικής βαθμίδας μετά από καλά προετοιμασμένες διαδικασίες ουσιαστικής αξιολόγησης της διδακτικής τους επάρκειας και χωρίς ανούσιες πριμοδοτήσεις «προσόντων» χωρίς πραγματικό παιδευτικό αντίκρισμα. Και παράλληλα, οι πανεπιστημιακές σχολές που εκπαιδεύουν φοιτητές που οδεύουν προς το σχολείο πρέπει να προχωρήσουν στην αναμόρφωση των προγραμμάτων τους, διατηρώντας, ασφαλώς, θυλάκους ερευνητικού προσανατολισμού για όσους και όσες θέλουν να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο.
Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις η κατ’ αρχήν ευκταία εκχώρηση της ευθύνης εισαγωγής στα ίδια τα πανεπιστημιακά τμήματα, που μελετά το σημερινό υπουργείο Παιδείας, μπορεί να αποδειχθεί απλώς βεβιασμένο άλμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αλλά η εσχάτη προϋπόθεση αυτής της ιστορίας είναι ένα ιστορικό consensus που θα εναποθέσει την υπόθεση στα χέρια εκείνων που εκτός από χαρτοφυλάκιο και ακαδημαϊκό παλμαρέ, διαθέτουν γνήσιο καημό και ευρεία εποπτεία παιδείας. Ακούγεται κοινότοπο, αλλά δεν είναι, και γι’ αυτό θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.