Ο ήρως – ή μάλλον το θύμα – αυτής της περιπέτειας είναι άνθρωπος σοβαρός. Και το θέμα του επίσης. Μου αφηγήθηκε το ιστορικό:
Εισάγεται σε μεγάλο ιδιωτικό θεραπευτήριο για έναν ήπιο πόνο στο στήθος, που κράτησε δέκα με δεκαπέντε λεπτά, και μια εξέταση αίματος που έδειξε αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα.
Μετά την εισαγωγή του τον επισκέπτεται στο δωμάτιο ένας κύριος με περιβολή γιατρού. Εκ των υστέρων πληροφορήθηκε πως δεν ήταν γιατρός του νοσοκομείου, αλλά υπάλληλος της εταιρείας Μednet που εργάζεται για λογαριασμό των ασφαλιστικών εταιρειών. Του ζητεί να απαντήσει σε ένα ερωτηματολόγιο: τι φάρμακα παίρνει, για πόσο καιρό, τι εγχειρήσεις έχει κάνει, τι χρόνια νοσήματα έχει και άλλα που δεν τα θυμάται. Στο τέλος τον παρακαλεί να υπογράψει ένα αντίγραφο των απαντήσεών του.
Οι εξετάσεις δεν δείχνουν τίποτα το ύποπτο, αλλά οι γιατροί καταλήγουν σε μία πρόταση: «Ας κάνουμε και μια στεφανιογραφία να είμαστε πιο σίγουροι».
Γίνεται και η στεφανιογραφία – και αποδεικνύει ότι τα στεφανιαία αγγεία του είναι σε άριστη κατάσταση. «Ούτε έφηβος να ήσουν!» λέει ο διευθυντής της καρδιολογικής κλινικής.
Την επόμενη ημέρα φεύγει από το νοσοκομείο. Λιγότερο από σαράντα οκτώ ώρες κράτησε η νοσηλεία.
Το πρώτο σημάδι που του δημιουργεί υποψίες είναι ότι σε λίγες ημέρες το νοσοκομείο του στέλνει τον λογαριασμό. Ποτέ ως τώρα δεν έχει γίνει αυτό. Συνεργάζεται ήδη αρκετά χρόνια με μια ασφαλιστική εταιρεία. Πάντα οι λογαριασμοί πηγαίνουν σε αυτή, πληρώνει και – αν χρειαστεί – τον χρεώνει μετά.
Τρεις ημέρες μετά τον λογαριασμό του νοσοκομείου έρχεται μια επιστολή από την ασφαλιστική εταιρεία που τον πληροφορεί ότι άλλαξε η ασφαλιστική του κάλυψη. Καθότι (ισχυρίζεται) όταν στην αρχή της συνεργασίας τού ζητήθηκε να δηλώσει τα χρόνια νοσήματα από τα οποία πάσχει (ώστε να εξαιρεθούν από την κάλυψη) απέκρυψε το γεγονός ότι επί δεκαπέντε χρόνια έπασχε από καρδιολογική νόσο. Αυτό απεκαλύφθη τώρα με την εισαγωγή του στο νοσοκομείο. Κατόπιν αυτού του είπαν ότι το καρδιολογικό εξαιρείται και αναδρομικά από την κάλυψη – άρα και η τελευταία του περιπέτεια.
Εμεινε άναυδος. Το ίδιο και οι γιατροί που τους έδειξε το γράμμα. Ποτέ ως τώρα δεν έπασχε από καρδιά, πράγμα που αποδείχθηκε και τώρα με τις τελευταίες εξετάσεις.
Τελικά αποκαλύφθηκε το μυστικό: ανάμεσα στα φάρμακα που είχε δηλώσει στον ελεγκτή γιατρό της Μednet, ο οποίος συμπλήρωσε το ερωτηματολόγιο, υπήρχε και ένα που έχει ένδειξη για διάφορες καρδιολογικές παθήσεις. Χρησιμεύει και ως αγχολυτικό και με αυτή την ιδιότητα το χρησιμοποιούσε. Οσο για τα «δεκαπέντε χρόνια», ήταν η απάντησή του στην ερώτηση «Από πότε το παίρνετε αυτό;». Δεν εννοούσε βεβαίως ότι το έπαιρνε ΕΠΙ δεκαπέντε χρόνια, αλλά εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Τώρα που το σκέφτεται, μπορεί να ήταν και περισσότερα.
Το κακό είναι ότι μέσα στην παραζάλη του ο φίλος είχε υπογράψει το μουντζουρωμένο από το καρμπόν αντίγραφο της κατάθεσής του, όπου αναφερόταν το φάρμακο και όπου ο ελεγκτής είχε προσθέσει τη νόσο.
Παρ’ όλες τις εξηγήσεις που δόθηκαν, παρ’ όλα τα σημειώματα που έγραψαν οι καρδιολόγοι (επίσημα, με τη σφραγίδα τους και του νοσοκομείου), η ασφαλιστική εταιρεία επέμενε. Και ισχυριζόταν μάλιστα ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος για τον ασφαλισμένο να πάθει… στηθάγχη. Οταν διάβαζαν αυτά τα κείμενα, οι γιατροί γελούσαν. «Μα έχουμε φρέσκια στεφανιογραφία» έλεγαν.
Εδώ ο φίλος άλλαξε τόνο:
«Αλλά εγώ δεν γελούσα» είπε. «Ενα πράγμα που δεν ανέχομαι στη ζωή μου είναι η κακοπιστία. Υπήρξα πάντοτε μέχρι κεραίας συνεπής στις υποχρεώσεις μου. Παρ’ όλο που οι γιατροί μού συνιστούσαν να προσφύγω στο δικαστήριο («θα έρθουμε όλοι μάρτυρες», με διαβεβαίωναν, «και θα κερδίσεις την υπόθεση»). Παράλληλα, γιατροί και από άλλες ειδικότητες με πληροφόρησαν ότι τον τελευταίο καιρό έχουν αυξηθεί σημαντικά οι υποθέσεις όπου οι ασφαλιστικές εταιρείες βρίσκουν κάποια – συνήθως άσχετη – δήθεν επιστημονική αφορμή για να μην πληρώσουν.
Αλλά είχα τόσο αηδιάσει με τη συμπεριφορά και τη κουτοπονηριά της εταιρείας, που δεν ήθελα να έχω πια καμία σχέση μαζί της. Επιπλέον δεν της είχα εμπιστοσύνη.
Πλήρωσα το νοσοκομείο και τους γιατρούς από την τσέπη μου. Διέκοψα το συμβόλαιο κινδυνεύοντας να χάσω και την τελευταία δόση των – πολύ υψηλών – ασφαλίστρων που είχα ήδη προπληρώσει. Τελικά, την επέστρεψαν».
Ο φίλος σώπασε κι εγώ σκέφθηκα: «Αραγε ελέγχει κανείς τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες στη χώρα μας;».