Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 26ης Μαΐου κάποιοι εκδηλώνουν χαμηλόφωνες προσδοκίες για «επιστροφή στην κανονικότητα». Πρόκειται, ασφαλώς, για σταθερό καημό που, πριν ακόμη τον παροξύνει η συριζαϊκή τετραετία, εκδηλωνόταν με το ευχολογικό μοτίβο «να γίνουμε κανονική χώρα». Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι ειλικρινείς ευέλπιδες αυτής της κανονικότητας έχουν κατά νου ένα είδος Εγκάρδιας Συναντίληψης για τον κοινωνικό και θεσμικό βίο που βρίσκεται πέρα και πάνω από την αναπόφευκτη τύρβη των ιδεολογικών και κομματικών αντιπαραθέσεων – μια σταθερά την οποία οι αυτονόητες μεταβλητές μιας δημοκρατικά συντεταγμένης πολιτείας όχι μόνο δεν την υπονομεύουν αλλά, όλως αντιθέτως, την εγγυώνται και την επιβεβαιώνουν.
Είναι αλήθεια ότι στο αγώνισμα αυτό οι κυβερνώσες εκδοχές της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς δεν αρίστευσαν ούτε επέδειξαν διαγωγήν κοσμιωτάτην, παρ’ όλα αυτά η αντιπαράθεσή τους και η εναλλαγή τους στην εξουσία στα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, παρά τις εκατέρωθεν συνθηματολογικές οιμωγές και ιαχές και τις ζηλωτικές εξάρσεις του πρώτου ανδρεοπαπανδρεϊσμού, εξελίχθηκαν με αναγνωρίσιμους πολιτικούς όρους. Με την έννοια αυτή, η χώρα έζησε μια περισσότερο ή λιγότερο ελλειμματική, και ιστορικά ερμηνεύσιμη, κανονικότητα.
Φαίνεται ότι μία τετραετία ήταν ο ελάχιστος χρόνος για να κατανοήσει ή να διαισθανθεί μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων ότι το διασαλπισμένο «ηθικό πλεονέκτημα» της ριζοσπαστικής Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ ήταν κάθε άλλο παρά η κατάλληλη αγωγή για τη θεραπεία του ελλείμματος, όχι επειδή η πολιτική είναι παιχνίδι απεμπλουτισμένης ηθικής αλλά επειδή, είτε το συνειδητοποιούσε είτε όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε για τον εαυτό του μιαν «εξ αποκαλύψεως» ηθική ανωτερότητα, στίλβουσα και αποκαθαρμένη από ιστορικές σκουριές. Και διεκδικώντας ακριβώς αυτό, επέδειξε υπερφίαλο βολονταρισμό εκεί όπου χρειαζόταν προσοχή και σεβασμός στην ιστορικότητα των πραγμάτων. Παράδοξο, από μιαν άποψη, γιατί ακριβώς αυτή την αμείλικτη ιστορικότητα των φαινομένων, σε αντίθεση με την ιδεαλιστική «αφέλεια» της ουσιοκρατίας, την ανέδειξαν μερικοί από τους σημαντικότερους στοχαστές της ευρύτερης Αριστεράς.
Το «πλεονέκτημα» του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η ρομφαία του ήθους αλλά ένας τρόπος επαναμυθολόγησης της πολιτικής, κάτι που δεν ήταν και τόσο δύσκολο σε μια κοινωνία παραζαλισμένη από την οικονομική κρίση και παντοιοτρόπως δασκαλεμένη να παραχωρεί ένα είδος διανοητικής και πολιτισμικής πρωτοκαθεδρίας στην αριστεροσύνη. Μεταφρασμένο στην πράξη, αυτό επιδαψίλευσε στην κυβερνητική Αριστερά περιθώρια ανοχής και «κατανόησης» για μια αλληλουχία από κωλοτούμπες και παλινωδίες που θα κόστιζαν στους «άλλους» πανελλαδικές ολονυχτίες με μολότοφ. Και στη μυθολογία της ηθικής ανωτερότητας αυτομολούσαν (και συνεχίζουν να αυτομολούν) ανεπιγνώστως ακόμη και μη αριστεροί επικριτές όταν αξιολογούσαν (και συνεχίζουν να αξιολογούν) τα αμαρτήματα της κυβερνητικής πρακτικής του ΣΥΡΙΖΑ ως απόκλιση, προδοσία ή ευτελισμό κάποιας αυθεντικής Αριστεράς.
Η ίδια μυθολογία κράτησε για καιρό αλεξίσφαιρο τον κ. Τσίπρα, χαρισματικό, χωρίς αμφιβολία, προϊόν μιας κουλτούρας ταυτισμένης με την ωμή τεχνογνωσία της εξουσίας, ξένης προς την οικειότητα μιας γνήσιας λαϊκότητας όσο και στερημένης από το έρμα της λεγόμενης αστικής ευγένειας αλλά δεκτικής στη χύδην αήθεια των Καμμένων και των Πολάκηδων. Και αν κάποιες ατάσθαλες χειρονομίες του δεν παραβίαζαν το δίκαιο του κομματικού πολέμου, όπως τον ξέρουμε χρόνια τώρα, στις αλλοπρόσαλλες διαδρομές του ως νεοφώτιστος ευρωπαϊστής και συνάμα ως θεματοφύλακας του βελουχιωτισμού απεκάλυψε το αυτονόητο: ότι ένα μέτρο ουσιαστικής παιδείας είναι απαραίτητο, όχι για να διεκδικήσεις κάτι που σπανίως διαθέτουν οι σημερινοί πολιτικοί αλλά για να κρατήσεις την ελάχιστη απόσταση ασφαλείας από τον πολιτικό αρλεκυνισμό (sic).
Και είναι η ίδια μυθολογία που, κατ’ αντιδιαστολήν, κατατάσσει συλλήβδην στη δεξιά και «ακροδεξιά» σάρα και μάρα όσους δυσπιστούν στο ευαγγέλιο του αριστερόστροφου προοδευτισμού – μυθολογία τόσο ισχυρή που ακόμη και ορισμένα πολιτικά θύματα του ΣΥΡΙΖΑ μετά το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα έχουν επιδοθεί σε ηχηρό κοπετό όχι για τα τέσσερα χρόνια της ροζ Ελλάδας αλλά για «όλο το μπλε του χάρτη».
Δεν ξέρω πόσο πειστική είναι η «φωτεινή» Ελλάδα που υπόσχεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, και σύμφωνα με αυτούς που υποτίθεται ότι ξέρουν καλύτερα οι έλληνες ψηφοφόροι προτιμούν να τιμωρούν για τα προηγούμενα παρά να εγκρίνουν με την ψήφο τους τα επόμενα. Αλλά θα ήθελε κανείς να πιστεύει ότι στις 26 Μαΐου και μία Κυριακή αργότερα ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος, μαζί με την οργή του για τα πεπραγμένα και τα μη πεπραγμένα της τετραετίας, μήνυσε στην πρώτη φορά Αριστερά ότι η διχαστική και αυτάρεσκη μυθολογία του ηθικού της πλεονεκτήματος είναι ίσως το πιο ληγμένο από τα ληγμένα της πραμάτειας που διακινούσε αμέριμνη και ανενόχλητη για πολλά τέρμινα. Και ότι χωρίς τις ηθικολογικές απάτες και αυταπάτες της θα συμβάλει πιο αποτελεσματικά στην κανονικότητα που επειγόντως χρειαζόμαστε ως κοινωνία.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.