Το ενδιαφέρον για τις ευρωεκλογές ήταν ανέκαθεν αισθητά πιο περιορισμένο συγκριτικά με την πολιτική κινητοποίηση που παρατηρείται στις εθνικές εκλογές. Παρότι συν τω χρόνω η πολιτική σημασία των ευρωεκλογών αυξάνεται καθώς η ευρωπαϊκή ατζέντα επηρεάζει (και όχι μόνο επηρεάζεται από) την εθνική πολιτική θεματολογία, η σύνδεση των εκλογέων με αυτό το είδος της αναμέτρησης παραμένει χαμηλή. Το γεγονός αυτό αντανακλά την απόσταση των ευρωπαίων πολιτών από την υιοθέτηση εκ μέρους τους της εκδοχής μιας ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη, καθώς και την έλλειψη μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας στις χώρες-μέλη της ΕΕ.
Παρά την πολιτική και συναισθηματική τους απόσταση από την ΕΕ και το συνεχιζόμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (μικρότερο ωστόσο από ό,τι σε αντίστοιχους εθνικούς θεσμούς), οι πολίτες από τον ευρωπαϊκό Βορρά μέχρι τον ευρωπαϊκό Νότο διατηρούν διευρυμένες προσδοκίες από την ΕΕ. Η ύπαρξη αφενός μιας κατάστασης συναισθηματικής απόστασης από την ΕΕ και αφετέρου οι υψηλές προσδοκίες των Ευρωπαίων από αυτήν δημιουργούν ένα είδος δημοκρατικού παράδοξου: τελικά θέλουμε περισσότερη ΕΕ ή τα παράπονα για την ΕΕ αποτελούν έναν εξορθολογισμό μιας προϋπάρχουσας εναντιωματικής στάσης για αυτήν; Με άλλα λόγια, οι ευρωπαίοι πολίτες επιθυμούν πράγματι μια ποιοτικότερη και βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ή οι αδυναμίες της ΕΕ δικαιολογούν τον προϋπάρχοντα σκεπτικισμό τους για αυτήν;
Οποια κι αν είναι η βάση αυτού του πολιτικού παράδοξου, συνεπώς και η απάντηση στο προαναφερθέν ερώτημα, γεγονός είναι ότι ο ευρωσκεπτικισμός και η απόσταση πολιτών και πολιτικών δυνάμεων από την ιδέα μιας πολιτικής ολοκλήρωσης ενισχύονται από υπαρκτά ελαττώματα της ΕΕ: το δημοκρατικό έλλειμμα, την επικράτηση μιας απολίτικης τεχνοκρατίας και μιας ισχυρής γραφειοκρατίας, την αναβλητικότητα στη λήψη των αποφάσεων και πλέον την απόκλιση των χωρών-μελών της ΕΕ, όχι μόνο με όρους οικονομικής ανάπτυξης αλλά και θέσεων πάνω στα μείζονος σημασίας ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες.
Στην παρούσα συγκυρία, αν κάτι είναι χαρακτηριστικό, αυτό είναι η σχετικά μεγάλη γκάμα των διακυβευμάτων που απασχολούν τους Ευρωπαίους, η οποία συνοδεύεται από διαφορετική ιεράρχηση ως προς τη σημαντικότητά τους ανάμεσα στις επιμέρους χώρες-μέλη. Από κοινωνικο-οικονομικά θέματα (ανεργία, λιτότητα), ζητήματα θεσμικο-πολιτικά (Brexit), αλλά και γεωπολιτικά (μετανάστευση / προσφυγικό, ασφάλεια, τρομοκρατία), έως θέματα αμιγώς «νέας πολιτικής» (δικαιώματα, τεχνολογική καινοτομία, κλιματική αλλαγή), συνθέτουν την παλέτα των διακυβευμάτων που απασχολούν τους πολίτες ανά κράτος-μέλος της ΕΕ. Στην καρδιά της ΕΕ εντοπίζεται σήμερα μια διαφορετική έως και αποκλίνουσα ιεράρχηση προτιμήσεων, με τις πιο ισχυρές χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά αλλά και τις νεαρότερες ηλικιακές ομάδες (βλ. π.χ. τη μαθητική κινητοποίηση υπέρ της προστασίας του κλίματος «Παρασκευές για το Μέλλον») να ανησυχούν πιο πολύ για μεταϋλιστικά διακυβεύματα και τις οικονομικά πιο αδύναμες χώρες να εστιάζουν τις ανησυχίες τους σε υλιστικά / κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα.
Επιπλέον, μια διάσταση Βορρά – Νότου είναι στην παρούσα συγκυρία περισσότερο ορατή ίσως από κάθε άλλη στιγμή της ευρωπαϊκής αυτής διαδρομής, όχι μόνο με όρους οικονομικούς (κάτι που συνέβαινε ανέκαθεν), αλλά και με όρους θεσμικούς και γεωπολιτικούς: σε μια περίοδο κρίσιμη, με τον ευρωπαϊκό Νότο να νιώθει εγκλωβισμένος από τη βαθιά οικονομική κρίση που τον ταλαιπωρεί εδώ και μία δεκαετία, έχοντας παράλληλα επωμισθεί σε μεγάλο βαθμό τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, ο ευρωπαϊκός Βορράς και οι παλιές ευρωπαϊκές δημοκρατίες θέτουν ζητήματα (π.χ. Brexit) που αποσυντονίζουν και εν τέλει καθυστερούν το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κάτι τέτοιο έχει, έστω έμμεση, επίπτωση στο κατά τα άλλα αρκετά επείγον σχέδιο της ευρωπαϊκής διεύρυνσης στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Επιπλέον, η ατζέντα της ΕΕ στην παρούσα φάση δεν βοηθά στο να γεφυρωθούν οι διαφωνίες σε σχέση με το Προσφυγικό που εκπορεύονται προπάντων από τις νέες δημοκρατίες, αλλά ούτε και να δοθούν απαντήσεις σε μια ακροδεξιά ρητορική που την τελευταία τριετία βρήκε ευνοϊκό έδαφος προκειμένου να ενδυναμωθεί.
Η κρισιμότητα της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανοδική πορεία των δυνάμεων της ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς. Η πορεία αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με εκλογικά ποσοστά, τα οποία εμφανίζονται ενισχυμένα σε αρκετές χώρες-μέλη της ΕΕ. Η πρόσφατη κίνηση του Ματέο Σαλβίνι να δημιουργήσει μια νέα πολιτική ομάδα, η οποία φιλοδοξεί όχι μόνο να ενσωματώσει τις δυνάμεις της Λεπενικής «Ευρώπης για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία», αλλά και να αποτελέσει μια «grande festa» του ευρύτερου εθνικιστικού και ευρωσκεπτικιστικού χώρου, θέτει σε νέα βάση την παρουσία της άκρας Δεξιάς στην ΕΕ. Μέχρι τώρα οι δυνάμεις του ακροδεξιού χώρου ήταν διάσπαρτες, ενώ οι ευρωσκεπτικιστές ήταν ως ένα σημείο ενσωματωμένοι σε κατεστημένα πολιτικά περιβάλλοντα. Μια κοινή δικτύωσή τους υπό τον Σαλβίνι πολλαπλασιάζει την επιρροή τους σε επίπεδο ΕΕ· σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μεταξύ τους βρίσκονται και δυνάμεις με ισχυρή εθνική πολιτική επιρροή, η κίνηση του Σαλβίνι, αν στεφθεί με επιτυχία, μπορεί όντως να θολώσει την πολιτική ταυτότητα της Ευρωβουλής και να αποτελέσει ένα νέο παράθυρο πολιτικής ευκαιρίας για την ευρωπαϊκή άκρα Δεξιά.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.