Τα κότερα, τα πούρα, οι ακριβές μάρκες ρολογιών και μανικετόκουμπων, οι πισίνες. Ολα αυτά υποβάλλουν μια ορισμένη ιδέα του πλούτου, εικόνες ευζωίας και «χλιδής», έτσι όπως τη φαντάζονται οι πολλοί και τη βιώνουν οι λίγοι. Σε παλαιότερες εποχές μπορεί να ήταν το γρασίδι στον κήπο κάποιου palazzo ή ένα ανοιχτόχρωμο πουλόβερ που τονίζει το παράταιρο μαύρισμα του χειμώνα – αυτό κι αν ήταν «διάκριση» από την ωχρή-λευκή πλέμπα των χειμερινών μηνών.
Οι εικόνες φυσικά φέρνουν μαζί τους και στερεότυπα, κωμικά, χοντροκομμένα, ικανά να προκαλέσουν γέλιο ή θυμό. Πολιτικά, αυτή η εικονογράφηση του πλούσιου-στον-κόσμο του δεν συνηθιζόταν στα αριστερά έντυπα. Υπήρχε βεβαίως μια κληρονομιά του καπιταλιστή με το πούρο και τη γαστέρα, μια παράδοση σκίτσων και αναπαραστάσεων προορισμένων να υπενθυμίζουν το ταξικό ζήτημα και να αφήνουν ηθικές αιχμές για έναν κόσμο σήψης. Από εκεί και πέρα όμως, ο αριστερός λόγος και η αντίστοιχη αισθητική (με εξαιρέσεις) δεν προσέγγιζαν τον πλούτο έτσι αλλά ως «συστημικό πρόβλημα» και θέμα δικαιοσύνης. Η ίδια η λέξη «ελίτ» που τώρα είναι κεντρική στο λεξιλόγιο της κυβέρνησης και των χώρων της δεν έχει προέλευση από καμιά αριστερή ανάλυση και πολιτική κοινωνιολογία: ούτε κομμουνιστογενή, ούτε σοσιαλδημοκρατική, ούτε άλλη. Τι συνέβη όμως; Εδώ και κάποια χρόνια σε έναν χώρο που η κατάληξή του είναι η σημερινή κυβέρνηση άρχισαν να φυτρώνουν και να ανθίζουν τέτοια εικονογραφικά στιγμιότυπα. Η αναφορά στους πλούσιους της ελίτ άρχισε να παίζει με αυτές τις εικόνες. Μέχρι σημείου καρικατούρας και γελοιότητας: η εικόνα του «αστισμού» του όποιου αντιπάλου πέρασε στα συστήματα διακωμώδησης των κοινών του Διαδικτύου, ακόμα και αν τελικά αποδεικνυόταν ότι ο εικονιζόμενος «μεγαλοαστός» ανήκε στα ίδια πάνω-κάτω πικραμένα μεσοστρώματα με αυτά που υποστήριξαν το αντιμνημόνιο (πόση πλάκα είχε γίνει μ’ εκείνον που κρατούσε το ποτήρι του κρασιού στις συγκεντρώσεις του δημοψηφίσματος). Τα κότερα, τα πούρα ή άλλες εκδοχές «χλίδας» χρησιμοποιήθηκαν για να ζυμώσουν το πρωτόγονο σχήμα της αντίθεσης ελίτ και λαού. Μιλάμε για κοινωνιολογικό πρωτογονισμό που δείχνει πως μια ορισμένη Αριστερά διένυσε τεράστιες αποστάσεις για να φτάσει στην ταξική κοινωνιολογία κάποιων προκηρύξεων και φυλλάδων.
Το δυστύχημα με αυτή την ιστορία είναι ότι στήνει μεγάλη παγίδα σε όποιον την κάνει κεντρικό θέμα, άξονα του λόγου του. Η διαρκής επιθετικότητα γύρω από το ενάρετο και αλλοτριωμένο lifestyle μιας σάπιας ελίτ – μαζί με μια ορισμένη ψεύτικη αποθέωση της λιτής λαϊκότητας και των καημών της – υπονομεύει όσους την ασκούν: διότι και οι ίδιοι ως άτομα μπορεί να υποπέσουν σε κάποιο από τα αμαρτήματα του αφορισμένου lifestyle. Από τη στιγμή που κινητοποιείς τη λαϊκιστική φαντασία αξιοποιώντας εικόνες από τα στυλ ζωής του εχθρού, οτιδήποτε προσεγγίζει σε ανάλογες εικόνες, οτιδήποτε φέρνει προς συνήθειες και στυλ των «ελίτ», θα γίνεται σημάδι της αναξιοπιστίας ή της υποκρισίας σου. Κάπως έτσι διαστροφικά λειτουργεί η ρητορική της ηθικής υπεροχής σαν ένας μηχανισμός διασποράς απολίτικων στερεοτύπων.
Δεν υπονοώ εδώ ότι είναι λάθος πολιτικά ή επιστημονικά να αναφέρεται κανείς στις διάφορες ελίτ, στις πολιτικές τους συμπεριφορές ή να ανιχνεύει τα όποια πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά. Η διαφορά είναι ότι πρέπει να μιλάει στον πληθυντικό και όχι στον ενικό που μετατρέπει απλώς ένα σύνολο πρακτικών, λόγων και διαφορετικών συμφερόντων σε μια δαιμονική οντότητα! Το πρόβλημα με τα κότερα, το πούρο και τα σκάφη των εφοπλιστών είναι ότι εκδικούνται τη λαϊκιστική συμπύκνωση του πολιτικού διλήμματος και αποδεικνύουν τη φτώχεια της. Θα πει κανείς πως υπάρχει και πρόβλημα ουσίας με την παρουσία ενός πρωθυπουργού στο γιοτ ενός οικονομικού παράγοντα. Για μένα όμως το ουσιαστικό πρόβλημα είναι ότι ανάμεσα στην αυτονομία της πολιτικής και στην αντιελίτ ηθικολογία έχει επιλεγεί η δεύτερη. Και ακριβώς επειδή η αντιελίτ ηθικολογία ενεργοποιεί ένα ολόκληρο σύστημα κοινωνικών μέσων και σχολίων, μια ορισμένη γνώμη «ριζοσπαστισμού», τώρα ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της χώρας έπεσε στην παγίδα αυτής της εικονογραφίας όπως ένας παπάς που αποδεικνύεται αμαρτωλός – και όταν συμβεί αυτό, έρχονται οι άνθρωποι από το ποίμνιο που τον αγαπούν να τον δικαιολογήσουν λέγοντας πως είναι απλώς άνθρωπος και ουδείς, εν τέλει, αναμάρτητος.
Το ότι η πολιτική, οι δημόσιες αντιπαραθέσεις, οι διαφωνίες έχουν ποτιστεί με αυτά τα σχήματα της αμαρτίας και της διαστροφής, με μελοδραματισμούς και (ψευδο)ταξικά δικαστήρια, αυτό είναι το βαθύτερο πρόβλημα μιας ολόκληρης περιόδου. Η αντίρρηση βεβαίως – και είναι σοβαρή – λέει πως όλα αυτά αποτελούν στοιχείο αξερίζωτο της πολιτικής και κοινωνικής διαπάλης, μέρος του ανταγωνισμού για το ποιο «νόημα» θα επικρατήσει κάποια φορά. Οι πολιτικοί όμως ή τα επιτελεία τους, όταν επιλέγουν μηνύματα, συνθήματα και στρατηγικές, ας έχουν κατά νου, τουλάχιστον, πως η ρηχότητα και η χοντροειδής απλούστευση εκδικούνται. Και ότι δηλητηριάζουν προοπτικά όλο το πολιτικό σύστημα και όχι μόνο τη μία του πλευρά, αυτήν που διαλέγει ο καθένας για να στρατευτεί.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.