Η παρρησία είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας. Οταν όμως στα χέρια των δημαγωγών – και από τις θέσεις εξουσίας που η δημοκρατία τους εμπιστεύθηκε – η ελευθερία της γνώμης διαστρέφεται σε εμπόριο ψεύδους, τότε καταντάει θράσος που υπονομεύει το αξιακό πλαίσιο της δημοκρατικής ζωής. Βασική τους υπόθεση είναι ότι ο μέσος πολίτης δεν διαθέτει κόκκο γνώσης και μνήμης, και άρα είναι εύκολο άθυρμα για «ηγέτες» που δεν έχουν όρια ή αναστολές, ούτε καν την αιδώ που ορίζει τη στοιχειώδη ανθρωπιά.
Αυτούς τους πολιτικούς ο Αριστοφάνης τους ονομάζει «ανθρωπάκια μοχθηρά, κίβδηλα, άτιμα, ψευδεπίγραφα και αλλόκοτα» («ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα», Ἀχαρνεῖς 517-518). Ανέκαθεν δυστυχώς η δημοκρατία είχε τη ροπή, ιδίως σε περιόδους κρίσεων, να φέρνει στο προσκήνιο, ακόμα και στο τιμόνι του σκάφους, τέτοιες εκτρωματικές φυσιογνωμίες. Τα πράγματα γίνονται όμως ακόμα πιο επικίνδυνα όταν αυτές χρίζουν αυθαιρέτως τον εαυτό τους «πανάγιο», δηλαδή κλειδοκράτορα μιας «σωτήριας» αλήθειας, κατακεραυνώνοντας όσους δεν συντάσσονται μαζί τους ως όργανα κάποιου Εωσφόρου. Αυτή είναι η κληρονομιά της θεολογικής εποχής του πολιτισμού την οποία ενσωμάτωσαν οι μεγάλες μεταφυσικές του 19ου αιώνα. Η νεοελληνική κοινωνία φέρει δυστυχώς ανεξίτηλο αυτό το θεοκρατικό σφράγισμα και γι’ αυτό ο δημόσιος λόγος της παραπαίει ασίγαστα ανάμεσα σε φαντασιώδεις δαιμονοποιήσεις και θεοποιήσεις.
Η Αριστερά δεν είναι μια άυλη θεολογική οπτασία. Δεν είναι μια πλατωνική ιδέα «γραμμένη στον ουρανό». Δεν είναι ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σώμα καθαρής Αλήθειας. Είναι μια ιδεολογία και ένα πολιτικό κίνημα, των οποίων η ιστορική μοίρα σφραγίστηκε από συνεχείς διασπάσεις, έριδες, αντιπαλότητες – και άφθονο μίσος των θραυσμάτων αναμεταξύ τους πρωτίστως. Η Αριστερά ήταν Αριστερές, πολλές και διάφορες. Ηταν και είναι άνθρωποι και πολιτικές εγγεγραμμένες στην ιστορική εποχή και εκάστοτε συγκυρία. Και ασφαλώς κρίνονται με αναφορά στο αν έβλαψαν ή ωφέλησαν κατά περίσταση το δημόσιο καλό, δηλαδή την οικονομία, την παιδεία, τη συνταγματική ελευθερία ή τη διεθνή θέση της χώρας. Και δεν είναι α πριόρι δεδομένο ότι ωφέλησαν – ούτε βέβαια ότι έβλαψαν. Αυτό είναι το αντικείμενο της πολιτικής συζήτησης σε μια ελεύθερη κοινωνία. Και αφορά όλες τις παρατάξεις.
Δεν είναι πάντως έγκλημα καθοσιώσεως να πει κανείς ότι ορισμένες παραδοσιακές αριστερές εμμονές (η αντίθεση π.χ. στην «αστική» δημοκρατία ή στην ένταξη της χώρας στους θεσμούς της Δύσης), αν είχαν πραγματωθεί, θα ήταν καταστροφικές για τον λαό μας. Ή ότι η πολιτική συμπεριφορά του Χ ή του Ψ κομματιού της Αριστεράς τα χρόνια της κρίσης, είτε στην αντιπολίτευση είτε στην κυβέρνηση, υπήρξε παραδειγματική έκφραση της δημαγωγικής «ατιμίας» που στηλιτεύει ο Αριστοφάνης.
Εάν το τελευταίο ισχύει (και πιστεύω ότι ισχύει), τότε είναι αυτονόητο ότι κάθε δημοκράτης, είτε αριστερός είτε κεντροαριστερός, πρέπει να στοχεύει ακριβώς στη στρατηγική ήττα εκείνων των αντιδημοκρατικών πρακτικών που υπό «αριστερή» αμφίεση έχουν ξεχαρβαλώσει τη χώρα τα τελευταία τέσσερα χρόνια – με την καταστροφή της παιδείας πρώτη ανάμεσά τους. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η μαρξιστική σοσιαλδημοκρατία τονίζω, στόχευε στη στρατηγική ήττα του λενινισμού, όπως και αντιστρόφως. Η δε σταλινική Αριστερά χρησιμοποίησε όπου μπόρεσε το πιο αποτελεσματικό μέσο για την εξαφάνιση των αντιπάλων της, ήτοι μια σφαίρα στη βάση του κρανίου.
Οσοι θητεύσαμε στο ΚΚΕ Εσωτερικού θεωρούσαμε αναγκαία, και βέβαιη, τη στρατηγική ήττα μέσα στην ελληνική Αριστερά του νεοσταλινισμού της «κολιγιαννικής», όπως τη λέγαμε, μερίδας. Πετάγαμε στα σύννεφα, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Στο ευρύτερο πλαίσιο του μεταπολεμικού δημοκρατικού κινήματος η δική μας Ανανεωτική Αριστερά στόχευε, ιδίως μετά τη διάσπαση του 1968, στο ξεπέρασμα των εμφυλιοπολεμικών ψυχώσεων και διχασμών, δηλαδή του «ποιος ποιον» και του «εμείς ή αυτοί». Ημασταν (κατά πλειοψηφία, στην αρχή τουλάχιστον) συνειδητοί και φλογεροί εκφραστές του «ιστορικού συμβιβασμού» του Μπερλινγκουέρ. Αυτή την αντίληψη εξέφραζε η Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα που διακήρυξε ο Λεωνίδας Κύρκος στους «Στόχους του Εθνους», σε οξεία αντίθεση με τον τριτοκοσμικό λαϊκισμό του Α. Παπανδρέου και το απολίτικο και διχαστικό «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά».
Η κεντρική ιδέα του Κύρκου, και του Στ. Τσακυράκη, ήταν ότι οι διαφορές ανάμεσα στην Αριστερά, στην Κεντροαριστερά και στην Κεντροδεξιά ήταν εναλλακτικές πολιτικές προσεγγίσεις και όχι θεολογικές συγκρούσεις ανάμεσα στο μεταφυσικό φως και στο σκοτάδι. Και ως τέτοιες ήταν αντικείμενο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο αρχών και θεσμών (κοινοβουλευτική δημοκρατία), που θα έβαζαν φραγμό στα αντιδημοκρατικά άκρα. Και θα κατέληγαν και σε συναινέσεις για το καλό του τόπου, όπως λ.χ. η ένταξη στην ενωμένη Ευρώπη.
Το ήθος της τότε Ανανεωτικής Αριστεράς δεν είχε πλέον ουδεμία σχέση με τη δαιμονοποίηση των πολιτικών αντιπάλων και την εξάλειψή τους από τον πολιτικό χάρτη. Ο πρώτος και γνήσιος Συνασπισμός των Κύρκου – Φλωράκη και η μετέπειτα συμπόρευση με τον Κ. Μητσοτάκη το 1989 αυτό το πνεύμα εξέφραζε (παρά την πολιτική αστοχία της παραπομπής του Α. Παπανδρέου). Και η δολοφονία του Π. Μπακογιάννη από τις δυνάμεις της πιο σκοτεινής βίας, που τόσο προκλητικά ευνοούνται και νομιμοποιούνται από τη σημερινή κυβερνητική παράταξη, είχε ακριβώς σκοπό να ανατρέψει αυτή την προοπτική και να βάλει πάλι τον τόπο σε εμφυλιοπολεμικές τροχιές. Οι ελπιδοφόρες αυτές προοπτικές εκφράστηκαν και με την επικράτηση αργότερα της εκσυγχρονιστικής ηγεσίας Σημίτη στο ΠαΣοΚ (που παρεμπιπτόντως προώθησε πολλούς από τους σημερινούς γεφυρίτες, οι οποίοι τόσο αηδώς συμπράττουν με τους διώκτες του).
Η σημερινή «πρώτη φορά» Αριστερά (και αυτό είναι ψέμα, γιατί η λαϊκίστικη Αριστερά ήρθε στην εξουσία το 1981 και όλοι οι ακραιφνείς εκπρόσωποί της έχουν σήμερα προσχωρήσει στο «αλλόκοτο» μόρφωμα του κ. Τσίπρα), η σημερινή λοιπόν κυβέρνηση, παρά τις σεισοπυγίες και τους κορδακισμούς της, δεν έχει σχέση με την παρακαταθήκη της τότε Ανανεωτικής Αριστεράς. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω αυτό που είπε λίγο πριν από τον θάνατό του ο Λεωνίδας Κύρκος: ότι προκάλεσε θανάσιμη «αλλοίωση» του χώρου ανατρέποντας όλα τα πολιτικά και αξιακά του κεκτημένα. Αποτελεί προσβλητική βεβήλωση της κληρονομιάς του ΚΚΕ Εσωτερικού, και γι’ αυτό όσοι ακόμα τιμάμε τους ευγενικούς του τότε αγώνες για τη δημοκρατία, την Ευρώπη και την πολιτική συνεννόηση, ζητούμε όντως τη στρατηγική της ήττα.
Ο κ. Περικλής Σ. Βαλλιάνος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.