Είτε ζούσες σε αυτή την πόλη είτε όχι, το έργο το διέθετες. Στη σκέψη σου το είχες. Ωστε και με κλειστά τα μάτια να τη φέρνεις μπροστά σου, την Παναγία των Παρισίων. Πολλοί εδούλεψαν εκεί. Στο μακρινό το κάποτε. Σ’ εκείνες τις μισοσκότεινες περιόδους τού μόλις μισοφωτιζόμενου Μεσαίωνα. Οπου η θρησκεία συχνά καταξίωνε την τέχνη, και η κάποια τέχνη τής ανταπέδιδε δημόσια εξεικόνιση. Συναντήθηκαν τότε, σ’ εκείνο το ξέφωτο, αρχιτέκτονες και αρχιμάστοροι, κτίστες, ξυλουργοί, σιδεράδες, γλύπτες και ζωγράφοι, επιφανείς ή και ταπεινοί.
Αυτών η προσωπική ιστορία έχει οριστικά χαθεί. Γιατί ενώ το μνημείο θα επανεγερθεί, ο κόπος και τα δάκρυα, οι ομιλίες και οι έριδες των τότε ημερών και των τότε στιγμών, οι σιωπές, όλα όσα ακούστηκαν ή υπονοήθηκαν, τώρα έχουν φύγει μαζί με την έστω και μερική αποσάρθρωση της εμπράγματης απόδειξής τους.
Ο ναός όμως, το κτίριο, ως διαχρονικώς ορατό, αυτό ευεργετήθηκε ως καθημερινή εξαίσια εικόνα, και στη συλλογική μνήμη από αιώνες είναι εισηγμένο. Εχει εισέλθει στην Ιστορία. Τόσο την εθνική όσο και την παγκόσμια. Εχει εισέλθει στη λογοτεχνία, στη μουσική, στη ζωγραφική, στις παραδόσεις και στις επαναστάσεις, στις τελετές και στις θεατρικές τις παραστάσεις. Στον κινηματογράφο. Σε καθετί που ακόμα και η πιο σύγχρονη ζωή με κάτι εκεί μπορούσε να συναντηθεί. Συμμετείχε ο ναός τις ώρες του απογεύματος και σ’ εκείνες της νύχτας. Εμπρεσιονιστικά και αργά αποσυρόμενος. Και την ημέρα, την ιδιαίτερη αισθητική του επιβλητικά καταδήλωνε.
Η Παναγία των Παρισίων, που έκανε διακόσια σχεδόν χρόνια να τελειώσει, τραυματίστηκε απρόσμενα βαριά. Πολύ βαριά. Εστω και από ανώνυμες φλόγες.
Και όλα αυτά συνέβησαν ενώ εμείς αντιδικούμε και σφαζόμαστε εδώ και εκεί. Και υβριζόμεθα αλλήλοις, ενίοτε και χυδαίως. Και μισούμε ο ένας τον άλλον ως αν ο άλλος να μην είμαστε εμείς.
Μπροστά όμως στο γεγονός, φάνηκε ως αν να «ηνώθημεν όλοι». Ωστε η λύπη να είναι οικουμενική.
Ηνώθημεν πράγματι;