Ως καχεκτικό – ή με άλλους χαρακτηρισμούς, επίσης δηλωτικούς εύτρωτης φύσης – περιγράφεται συνήθως το δημοκρατικό μας πολίτευμα της προ της Μεταπολίτευσης περιόδου. Αντίθετα τώρα, που λήγει η περιπέτεια της συριζανέλειας διακυβέρνησης, η έμφαση ίσως πρέπει να δοθεί στην ανθεκτικότητα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, η οποία βγαίνει ενισχυμένη(!) από την περιπέτεια αυτή. Ενισχυμένη όχι με την έννοια πως δεν είχε τραύματα ή, έστω, αμυχές, αλλά επειδή «και αυτό το άντεξε».
Βέβαια η δημόσια τηλεόραση και γενικότερα οι συντηρούμενοι από το κράτος γνωμοδιαμορφωτικοί μηχανισμοί μεταβλήθηκαν σε θλιβερά κυβερνητικά φερέφωνα, κάτι σαν ηλεκτρονικές εκδοχές της «Πράβντας», ωστόσο δεν ευδοκίμησε το εγχείρημα για εγκαθίδρυση επικοινωνιακού ολιγοπωλίου… Καταβλήθηκαν – μήτε καν συγκαλυπτόμενες – προσπάθειες ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης, αλλά μόνο σε κάποιον βαθμό τελεσφόρησαν… Υπήρξαν απειλές για τις πολιτικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά παρέμειναν περισσότερο σε ρητορικό επίπεδο. Και τώρα ο τόπος μπαίνει στη φάση των λαϊκών ετυμηγοριών. Για την άψογη διεξαγωγή των οποίων δικαιολογείται ανησυχία, αλλά όχι πανικός.
Και όμως…
Αν δούμε πορείες άλλων – πρώην πλέον – δημοκρατικών χωρών προς την απολυταρχία ή, έστω, ό,τι αποκαλείται «illiberal democracy», η δική μας περίπτωση δεν ήταν εξαιρετικά πρωτότυπη. Αντιθέτως έδειχνε να ακολουθεί ένα μάλλον κλασικό σενάριο: Υπήρξε οικονομική κρίση, συλλήβδην ενοχοποίηση του παλιού πολιτικού συστήματος με συνακόλουθη κατάρρευση ή αποδυνάμωση κάποιων εκ των παραδοσιακών ακρογωνιαίων κομματικών λίθων και πυλώνων του, εμφάνιση ή ενδυνάμωση νέων πολιτικών μορφωμάτων με καταγγελτικό, βουλησιαρχικό, καθολικά απορριπτικό και τιμωρητικό λόγο, ανάπτυξη ήπιας ή λιγότερο ήπιας κοινωνικής βίας εις βάρος των πρωταγωνιστών του «εγκληματικού χθες» και εμφάνιση ενός άξεστου νέου πολιτικού, παρουσιαζόμενου ως χαρισματικού και ελπιδοφόρου. Πρωτότυπο δεν είναι καν πως προβεβλημένοι εκφραστές του παραδοσιακού οικονομικού, πολιτικού, επικοινωνιακού και ακαδημαϊκού/πνευματικού κατεστημένου έσπευσαν στην πορεία να προσεγγίζουν τον νέο ηγέτη, μη διστάζοντας να τον εκθειάσουν για «ικανότητες» αναδεικνυόμενες στη γη ή… στον αέρα. Αλλοι από ευήθεια, άλλοι από «υποχρέωση» εμφάνισης τίτλων προοδευτικότητας και άλλοι από μια πιο ποταπή συμφεροντολογία (πάντως όλοι πιστεύοντας πως θα μπορούσαν να τον τιθασεύσουν ή τουλάχιστον να τον «εγκοιτώσουν»).
Παρ’ όλα αυτά…
Παρά τον – ακραίο ρητορικό και όχι μόνο – αρχικό αντισυστημικό ριζοσπαστισμό των νεοεξουσιαστών, η δημοκρατία μας παραμένει, μολονότι κακοφορμισμένη και πληγωμένη, ζωντανή. Με τους περισσότερους θεσμούς της σε λειτουργία. Σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες, ευρωπαϊκές και λατινοαμερικανικές, που είχαν ανάλογα βιώματα και οδηγήθηκαν είτε σε τυπική κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος είτε σε αφυδάτωση της ουσίας του.
Πού οφείλεται αυτή η ανθεκτικότητα;
Δεν θα την πίστωνα πρωτίστως στη σοφία του συνταγματικού της νομοθέτη: πρόωρη διάλυση του κοινοβουλίου λόγω αδυναμίας ανάδειξης ΠτΔ, απουσία Συνταγματικού Δικαστηρίου και δεύτερου -έστω μη μετέχοντος της κοινοβουλευτικής αρχής – νομοθετικού σώματος, αναδεικνυόμενου σε διαφορετικό χρονικό σημείο από τη Βουλή, όλα αυτά δείχνουν πως η διασφάλιση ισχυρών αντερεισμάτων σε μια πολιτική εξουσία με αυταρχικές ροπές δεν ήταν η πρώτη προτεραιότητά του. Γεωπολιτικοί παράγοντες και η αλληλεγγύη των εταίρων μας, σε συνδυασμό με το ότι ανήκουμε στον πυρήνα των δυτικών θεσμών, έπαιξαν σημαντικότερο ρόλο.
Πάνω απ’ όλα, όμως, θεωρώ ότι η ανθεκτικότητα της Δημοκρατίας μας οφείλεται στο «άγραφο Σύνταγμα», στην πολιτική κουλτούρα που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Ειδικότερα στη θεσμική και πολιτική αυτοσυγκράτηση, τη μετριοπάθεια και την ευαισθησία τού – τόσο αδικημένου – πολιτικού προσωπικού του δικομματισμού που κυριάρχησε την «προ-συριζανέλεια εποχή». Αυτό το διάστημα – για πρώτη φορά στην εθνική μας ιστορία – όλες οι αναθεωρήσεις του Καταστατικού Χάρτη έγιναν «συννόμως». Αφαιρέθηκε από τους εκάστοτε κυβερνώντες η δυνατότητα να διαμορφώνουν ιδιοτελώς τον εκλογικό νόμο.
Ακόμη εμφατικότερα, η ωριμότητα του πολιτικού συστήματος καταδείχτηκε το 2001 όταν έφτασε στην πλήρως συναινετική διαμόρφωση του θεσμικού υποστρώματος της δημόσιας ζωής. Κυρίως, όμως, η κουλτούρα της ανοχής βασίστηκε στο ότι, ακόμη και τα διαστήματα των μεγαλύτερων πολιτικών οξύνσεων, οι εκάστοτε κυριαρχούντες δεν επιδίωξαν την παντί τρόπω συντριβή των αντιπάλων τους: Ο Μητσοτάκης παρέπεμψε σε δίκη τον Ανδρέα, άφησε όμως στη Δικαιοσύνη περιθώρια ανεξάρτητης λειτουργίας που οδήγησαν στην αθώωσή του (ακόμη και για το πλημμέλημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία των διοικητών των ΔΕΚΟ).
Ο Ανδρέας, επανελθών στην εξουσία, δεν επέτρεψε η δημόσια ζωή να μετατραπεί σε μια ατέρμονα ποινική δίκη. Ο Ευ. Βενιζέλος δέχτηκε και τίμησε την προσφορά στο Δημόσιο από τον Μητσοτάκη αρχαιοτήτων που κάπως είχε αποκτήσει ο ηγέτης της ΝΔ…
Ιστορικά στελέχη τού ενός κόμματος παρίσταντο σε εκδηλώσεις τιμής που οργάνωνε το άλλο για τους αρχηγούς του. Οι δε περισσότεροι ΠτΔ προέρχονταν από την αντιπολίτευση.
Ολα αυτά, λοιπόν, δημιούργησαν τον πολιτικό πολιτισμό της μεταπολιτευτικής μας Δημοκρατίας. Αυτόν που – κατά τα φαινόμενα – την κράτησε όρθια και την περίοδο κατά την οποία οι Συριζαίοι νεο(ιερο)εξουσιαστές προσπαθούσαν να πιάσουν και να βάλουν φυλακή αντιπάλους τους. Οχι για να αποδοθεί δικαιοσύνη. (Εκεί όπου οι ενδείξεις κρίθηκαν επαρκείς, δεν χρειάστηκε ειδική παρότρυνση στη Δικαιοσύνη.) Αλλά, ομολογημένα, «για να κερδίσουν τις εκλογές».
Μήπως λοιπόν οι αυριανές εκλογές προσφέρονται για να αποκατασταθεί η αδικία που έγινε εις βάρος του πολιτικού προσωπικού τού χθες;
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.
Στις 4 Απριλίου, ώρα 19.00, στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, ο καθηγητής Θαν. Διαμαντόπουλος θα συζητήσει με τους Ευ. Βενιζέλο, Κωστή Χατζηδάκη, Νίκο Φίλη και Ευάνθη Χατζηβασιλείου για τα χαρακτηριστικά της Μεταπολίτευσης που τη διαφοροποιούν από τις προηγούμενες περιόδους του εθνικού δημόσιου βίου.