Με την περίφημη «απεύθυνσή» του, ο Πρωθυπουργός εισήγαγε στο επίσημο πολιτικό λεξιλόγιο την ιδιόλεκτο αριστερίστικων φοιτητικών παρατάξεων του 1990. Τότε που αρειμάνια μέλη της ΕΑΑΚ ή συναφών σχημάτων μπούκαραν στις τάξεις για να κάνουν «μια απεύθυνση», εν όψει καταλήψεων.
Σε σχέση με το τι εισήγαγαν στο πολιτικό λεξιλόγιο η κυρία Μεγαλοοικονόμου ή ο κ. Πολάκης, η «απεύθυνση» του κ. Τσίπρα διατηρεί, τουλάχιστον, κάτι από τη δροσιά πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων (έστω στην πιο ανάγωγη εκδοχή της). Αλλά το πρόβλημα της «απεύθυνσης» δεν είναι ετυμολογικό. Είναι ότι απευθύνεται χωρίς να κατευθύνει.
Διότι, πρώτον, στη «γέφυρα» που πρόθυμοι ποντίφικες σπεύδουν να εγείρουν δεν υπάρχει ένδειξη ως προς τη φορά κυκλοφορίας. Θα φέρνει κόσμο του Κέντρου στην Αριστερά ή θα οδηγεί κόσμο της Αριστεράς στο Κέντρο; Και αν συσσωρεύει εκεί διασταυρούμενα πλήθη, μήπως καταρρεύσει από τον συνωστισμό; Οταν, με εξαίρεση τα δελτία καιρού, δεν έμεινε εκπομπή της ΕΡΤ να μην καταγγείλει τη ΝΔ ως άντρο υπερασπιστών της παιδεραστίας, ο κ. Κουρουμπλής μιλά για νεοφιλελεύθερο όλεθρο, ο υπόλοιπος ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί το ΚΙΝΑΛ άντρο υποστηρικτών των υπερασπιστών της παιδεραστίας και το Ποτάμι διαλύεται, δεν απομένουν άλλοι χώροι. Θα πρέπει όλοι, περιδεείς, να σπεύσουμε στη «γέφυρα». (Ιδίως τώρα που η αποχώρηση των ΑΝΕΛ λειτούργησε σαν παρθενορραφή, αποκαθιστώντας την αγνότητα της Αριστεράς.) Εκτός, βέβαια, αν όσοι συμμερίζονται την απέχθεια προς διαστροφές, ολέθρους κ.λπ. επιλέξουν κάτι δραστικότερο για την αντιμετώπιση αυτών των φαυλοτήτων: τους λαϊκούς εκδικητές του Ρουβίκωνα ή της Χρυσής αυγής.
Εκεί ανακύπτει το δεύτερο πρόβλημα της πρωθυπουργικής «απεύθυνσης». Με το να καλεί σε αποστείρωση της κοινωνίας από διαστροφές, οικονομικές ατασθαλίες και ανισότητες, υποκινεί εμπαθείς ενέργειες. Οσοι δεν τρέφουν ιδιαίτερο σεβασμό σε δημοκρατικούς θεσμούς μπορούν, έτσι, να απλώσουν δημοφιλέστερες «γέφυρες». Οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες ποτέ δεν έπαψαν να δίνουν ευκαιρίες σε υποκινητές λιντσαρισμάτων. Κι ας μην ξεχνάμε τη μακρά παράδοση λατρείας στην ανομία εκδικητών. Από τον Ροδόλφο στα Μυστήρια των Παρισίων ή τον Νταντές στον Κόμη Μοντεχρήστο, τον 19ο αιώνα, ως τα κόμικς της Μάρβελ στις μέρες μας, ο «Διώκτης της αδικίας» σαγηνεύει αδιαλείπτως το λαϊκό φαντασιακό. Αλλά, όπως εξηγούσε ο Μαρξ, επικρίνοντας τον Ευγένιο Σύη στη Γερμανική Ιδεολογία, τέτοιοι υπερασπιστές φτωχών και αδικημένων αδρανοποιούν την πάσχουσα κοινωνία. Αρκείται στην τιμωρητική τους δράση. Ρόλο ηγέτη-εκδικητή, εξάλλου, έπαιξαν κι ένας Στάλιν ή ένας Χίτλερ.
Αυτό ακριβώς είναι το τρίτο και σημαντικότερο πρόβλημα της «απεύθυνσης». Οχι μόνο δεν δείχνει κατεύθυνση κίνησης, όχι μόνο δίνει ευκαιρίες έγερσης γεφυρών προς φασιστικά ρεύματα, αλλά γίνεται η ίδια γέφυρα προς τον ολοκληρωτισμό. Αφού ό,τι κυριαρχεί στην «απεύθυνση» είναι η λάμψη τού «απευθύνοντος». Δεν προτείνει τίποτε πιο ουσιώδες από έναν «προοδευτικό πόλο», κατάστικτο από αντιδραστικούς. Δεν προτείνει αντιπαράθεση επιτελείων από διακεκριμένες προσωπικότητες που, είτε υπηρετούν μια επιτρεπτική σοσιαλδημοκρατία είτε έναν λελογισμένο συντηρητισμό, επιδιώκουν να ισχύουν προπάντων η εύρυθμη ανάπτυξη και η δημοκρατική λειτουργία σύγχρονου κράτους.
Αντ’ αυτών, προτείνει κράτος όπου κυριαρχεί ο λαμπρός ηγέτης. Πάνω στη «γέφυρα» ακτινοβολεί το πρόσωπο του ίδιου του κ. Τσίπρα. Αυτή είναι η μόνη διαφαινόμενη κατεύθυνση της «απεύθυνσης»: ελάτε πίσω μου (ή κάτω μου), όπως στο δημοψήφισμα του ’15, και κάπου θα βρω να σας οδηγήσω. Οπως το ’15. Ενας χαρισματικός ηγέτης, «που τον σέβονται όλοι οι ηγέτες του κόσμου, τρεις κατηγορίες πάνω από κάθε άλλον έλληνα πολιτικό αρχηγό» σύμφωνα με τη ρητορική σταλινικής προσωπολατρίας του κ. Ξυδάκη, δεν χρειάζεται άλλες δεσμεύσεις.
Αυτός ορίζει ποιοι είναι εχθροί ή ποιοι φίλοι, ανακατανέμοντας ρόλους στα πρότυπα του συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ το 1939, αυτός διακηρύσσει ότι δεν επιθυμεί να εξαϋλώσει την Κεντροαριστερά, υπουργοποιώντας, ταυτόχρονα, όποιον την εγκαταλείπει. Και ο κ. Πετρόπουλος ζωγράφισε την ευημερία που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ, στη θέση τής ως τότε λιμοκτονίας, με τα χρώματα που ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός του Αρκάντι Πλαστόβ, στον πίνακα «γιορτή στην κολεκτίβα», απεικόνιζε πλουσιοπάροχα πανηγύρια σε εποχή εκατομμυρίων θυμάτων πείνας στην ΕΣΣΔ!
Αυτή η ανατριχιαστική ομοιότητα είναι που γεννά αντιδράσεις σε κάθε έντιμο άτομο. Ενδεικτικότερο παράδειγμα αποτελεί ο Αρκάς. Μπορούσε να παραμείνει στην πάνδημη αποδοχή την οποία απολάμβανε μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Το έξοχο χιούμορ του ενέπαιζε τα πάντα: ζωή, θάνατο, επιστήμη, ερωτική επιθυμία, αισθήματα φιλίας ή σχέσεις γονιών – παιδιών. Εμενε όμως μακριά από πολιτικά σχόλια. Θεωρούσε, όχι άδικα, ότι το ποιο κόμμα κυβερνά και ποιο αντιπολιτεύεται είναι παροδικά επεισόδια. Δική του στόχευση ήταν το οικουμενικό – το έλλειμμα απείρου, απέναντι στο οποίο «μεμψιμοιρεί» κάθε μεγάλη τέχνη, μαζί και η υψηλή τέχνη του χιούμορ. Ωστόσο, ο Αρκάς προτίμησε να απολέσει την πάνδημη αποδοχή και να βρεθεί αντιμέτωπος με αβυσσαλέα κακοπιστία ή και λυσσαλέα εχθρότητα.
Δεν πρόκειται για αιφνίδια κρίση μαζοχισμού, για εθελούσια καταβύθιση στη λάσπη πολιτικών αντιπαλοτήτων. Πρόκειται για αντίδραση ενός ορθολογιστή στο αλλόκοτο αμάλγαμα αναρχίας και ολοκληρωτισμού, το οποίο κυβερνά. Αντίδραση ανθρώπου που βλέπει ότι δεν μπορεί να υπάρχει προοδευτικότητα χωρίς εντιμότητα. Τα πολιτικά σκίτσα του Αρκά, ιδίως «Τα παιδικά χρόνια ενός πρωθυπουργού», δεν είναι παρά η ρήξη ενός ιδιοφυούς με τον εσμό ασημαντοτήτων που λιβανίζουν εμετικά τον ακτινοβόλο ηγέτη, ώστε να βολευτούν υπό τη σκιά του. Τη σκιά της αυθαιρεσίας και των καιροσκοπικών του «απευθύνσεων».
Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ και συγγραφέας.