Αξιότιμε κύριε υπουργέ,
Απευθύνομαι σε εσάς ως διδάξαντα, μεταξύ άλλων, και Ιστορία των Επιστημών κατά τη διάρκεια της ευδόκιμου πανεπιστημιακής θητείας σας. Δεν γνωρίζω αν και σε ποιον βαθμό η ιστορία των ανθρωπιστικών επιστημών υπήρξε μέρος της διδαγμένης ύλης σας, έχω όμως τη βεβαιότητα ότι δεν σας διαφεύγει η κεντρική θέση των κλασικών σπουδών (τα Classics των Αγγλοσαξόνων) στο ευρύτερο ουμανιστικό επιστητό. Και, ασφαλώς, κατά την παρεπιδημία σας σε ορισμένα από τα διασημότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου, θα είχατε άπλετο χρόνο και ευκαιρίες να κάνετε δύο, τουλάχιστον, διαπιστώσεις: πρώτον, ότι οι αρχαιογνωστικοί τομείς Κλασικών Σπουδών που σέβονται το όνομά τους καλλιεργούσαν πάντα, και συνεχίζουν να καλλιεργούν, εξ αδιαιρέτου το πολιτισμικό κληροδότημα που άφησε στη Δύση (και όχι μόνο στη Δύση) η ιστορική αλληλουχία, αλλά και συνωρίδα, Ελλάδας και Ρώμης· και δεύτερον, ότι σοβαρή και πρωτογενής καλλιέργεια των κλασικών σπουδών δεν νοείται χωρίς αξιοπρεπή εξοικείωση με τις δύο κλασικές γλώσσες. Θα γνωρίζετε, ίσως, ότι το οψιμότερο πρότζεκτ των λεγομένων Πολιτισμικών Σπουδών (Cultural Studies), προφανώς λόγω διαφορετικών προτεραιοτήτων, έχει μάλλον διαφορετική άποψη επ’ αυτού, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.
Είναι λίγο-πολύ γνωστά στους ενδιαφερομένους όσα γράφτηκαν, ειπώθηκαν, συζητήθηκαν και αντιπροτάθηκαν μετά τις προ μηνών εξαγγελίες σας για αλλαγές στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, με την απάλειψη των Λατινικών και την αντικατάστασή τους από την Κοινωνιολογία, και δεν βρίσκω λόγο να τα υπενθυμίσω. Αν σήμερα σας απευθύνω αυτή την επιστολή, δεν είναι επειδή διέπομαι από κάποιο έμμονο προσωπικό ή «συντεχνιακό» ενδιαφέρον ειδικά για τα υπό εξάλειψη λατινικά αλλά – και μιλώ τόσο με αδιαπραγμάτευτη ειλικρίνεια όσο και με εποικοδομητική διάθεση – επειδή μια σειρά δικών σας λεγομένων, διατυπώσεων και, επιτρέψτε μου, αφορισμών (για παράδειγμα, «τα Λατινικά είναι οριακά χρήσιμα για τα Τμήματα Φιλολογίας» και, κυρίως, η άποψή σας ότι τα κλασικά κείμενα είναι άξια προσοχής για τις «ιδέες» τους ερήμην της γλώσσας που τις σαρκώνει) όχι μόνο υποθάλπουν απλουστευτικές, δημώδεις ετυμηγορίες περί «νεκρών γλωσσών» αλλά, πάνω απ’ όλα, δημιουργούν προϋποθέσεις για τη, μακροπρόθεσμα, απονεύρωση και πτώχευση των κλασικών σπουδών εν γένει σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Ακόμη και αν, καλή τη πίστει, δεχθώ ότι αυτό δεν είναι στις προθέσεις σας, φοβούμαι ότι η γνωσιολογία και η επιστημολογία που υπαγορεύει τέτοιες και άλλες παρεμφερείς τοποθετήσεις σας απεργάζονται τελικά αυτό το αποτέλεσμα.
Λυπούμαι πραγματικά που πρέπει να πω ότι μια μερίδα αρχαιοελληνιστών φιλολόγων στα πανεπιστημιακά μας τμήματα μοιάζει να αδιαφορούν ή να μην αντιλαμβάνονται τις έσχατες συνέπειες των θέσεών σας για την ερευνητική και διδακτική υγιεινή του οίκου τους, αλλά αυτό είναι ένα ευρύτερο και βαθύτερο ζήτημα πολιτισμικής ιδεολογίας στη χώρα μας που δεν επιθυμώ να θίξω εδώ. Και, βέβαια, με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελα οι επισημάνσεις μου να διαβαστούν με τον γνωστό μεγεθυντικό φακό μιας επιπολάζουσας αρχαιολατρίας που τάχα θέλει την Ελλάδα κληρονομικώ δικαιώματι σημαιοφόρο του ουμανισμού. Ως κλασικός φιλόλογος, σας απευθύνω αυτήν την επιστολή μόνο για να πω (ίσως με πιο «στεγνό» πραγματισμό από όσο πολλοί συνάδελφοί μου θα μου συγχωρούσαν) ότι, μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα χρησιμοθηρικής ανορεξίας για τα ανθρωπιστικά γράμματα και ανεξάρτητα από τις προθέσεις σας, ορισμένες αποφάσεις σας δεν υποβαθμίζουν απλώς ένα συγκεκριμένο μάθημα αλλά συνολικά την αντίληψη για τη θέση και τη σημασία ενός ακαδημαϊκού κλάδου που συμβαίνει να έχω υπηρετήσει διδακτικά και ερευνητικά επί 40 έτη. Αν, με τις ειδικές γνώσεις σας, διαβάσετε προσεκτικά την ιστορία αυτού του κλάδου, είμαι βέβαιος ότι θα καταλάβετε τι εννοώ.
Με τιμή,
Θεόδωρος Παπαγγελής
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.