Το ότι η πολιτική διαμάχη για το Μακεδονικό ανέβηκε πρόσφατα και ως «σχολική παράσταση» σε γυμνάσια και λύκεια είναι είδηση, αλλά το ότι τα σχολεία της χώρας έχουν γίνει hot spot αναβράζουσας αταξίας και απειθαρχίας (ρεπορτάζ του «Βήματος», 17/2/2019) μοιάζει περισσότερο με όψιμη καταγραφή ενός προαναγγελθέντος ατυχήματος. Πού άραγε να βρίσκεται η σκοτεινή ρίζα του κακού; Αντιλαμβάνομαι ότι μια μεγάλη μερίδα εκπαιδευτικών θεωρεί ότι η μακρά οικονομική κρίση και το κοινωνικό-ψυχολογικό της αποτύπωμα έχουν κάνει μετάσταση στον σχολικό χώρο και ότι τα περιορισμένα σωφρονιστικά μερεμέτια που διαθέτουν οι διευθυντές θεραπεύουν την κατάσταση όσο και η ασπιρίνη τη μεταστατική κακοήθεια.
Κλίμα διχασμού και μίσους διαπιστώνει και ο ειδικός γραμματέας της ΟΛΜΕ, ο οποίος όμως επισημαίνει παράλληλα ότι «το υπουργείο Παιδείας έχει προχωρήσει σε μια άνευ προηγουμένου χαλάρωση του σχολείου» με αποτέλεσμα «τον περιορισμό του μορφωτικού-παιδαγωγικού χαρακτήρα του». Αναρωτιέμαι, μιας και δεν διαθέτω άμεσες εμπειρίες, τι είδους χαλαρωτικά έχει υπόψη του και πότε αυτά άρχισαν να χορηγούνται. Και αναρωτιέμαι ακόμη αν είναι ο περιορισμός του μορφωτικού-παιδαγωγικού χαρακτήρα που φέρνει τη χαλάρωση ή το αντίστροφο. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι το σημερινό υπουργείο Παιδείας δεν έχει ειδικότητα στο σφίξιμο των λουριών – κάθε άλλο.
Συμβαίνει τώρα να διακατέχομαι από την έμμονη ιδέα ότι, αν εξαιρέσει κανείς διάφορους εξωγενείς και υπουργειογενείς παράγοντες, για τη χαλάρωση δεν είναι άμοιρη ευθυνών η ποιότητα της διδασκαλίας αυτή καθεαυτή. Και εδώ τα ζητούμενα είναι πολλά και επίμαχα, ωστόσο ένα από αυτά μοιάζει ιδιαίτερα κρίσιμο: η ποιότητα των διδακτικών εγχειριδίων. Και επειδή το ζήτημα έχει προκύψει επανειλημμένως στο παρελθόν, σήμερα θέλω να θίξω το συναφές πρόβλημα της πληροφοριακής και επιστημονικής τους εγκυρότητας.
Παραθέτω τώρα από το εγχειρίδιο «Ιστορία του Αρχαίου Κόσμου» της Α’ Γενικού Λυκείου. Το κείμενο αναφέρεται στην πνευματική παραγωγή των ελληνιστικών χρόνων.
«Η μεγάλη παραγωγή βιβλίων δε συνδέεται όμως με ανάλογο πλούτο στο περιεχόμενό τους. Οι συγγραφείς στην πλειοψηφία τους ήταν μιμητές έργων της κλασικής εποχής. Αλλοι πάλι πνευματικοί άνθρωποι ασχολήθηκαν μόνο με τη συγκέντρωση του έργου συγγραφέων παλαιότερων εποχών. Στις βιβλιοθήκες αντέγραφαν και σχολίαζαν τα κείμενα των κλασικών. Ηταν οι πρώτοι φιλόλογοι και ονομάστηκαν γραμματικοί. Η ποίηση δεν παρουσίασε σπουδαία έργα από άποψη πρωτοτυπίας και έμπνευσης. Πολλοί ποιητές ήταν πληρωμένοι κόλακες των ισχυρών. Τα ποιήματά τους υμνούσαν τα πρόσωπα και τις πράξεις των βασιλέων, όπως συνέβη με τον Καλλίμαχο στην Αλεξάνδρεια. Αλλοι ήταν μιμητές παλαιών ποιητικών ειδών, όπως του ηρωικού έπους. Τέτοιο έργο ήταν τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, που βασίζεται στο μύθο της αργοναυτικής εκστρατείας».
Οι δέκα αράδες του κειμένου σφύζουν από ερασιτεχνική αδεξιότητα και αμέριμνη ημιμάθεια. Μιλώντας γενικά για βιβλία, ο συντάκτης συγχέει την αυξημένη διαθεσιμότητα γραφικής ύλης (καθαρά τεχνολογικό ζήτημα) με τον όγκο της λογοτεχνικής παραγωγής. Αλλά αυτό είναι το έλασσον. Η άποψή του για τον (απλώς) μιμητικό χαρακτήρα και την ανέμπνευστη μούσα της ελληνιστικής ποίησης ανήκει στα πιο κατάφωρα και δακτυλοδεικτούμενα ληγμένα της φιλολογικής αγοράς, αγνοώντας τουλάχιστον 70 χρόνια ριζικής αναθεώρησης και επαναξιολόγησης, το αποτέλεσμα της οποίας έχει ήδη περάσει και στις πιο «εκλαϊκευτικές» αφηγήσεις για τα χαρακτηριστικά του ποιητικού λόγου στα νέα κέντρα της ελληνικής πνευματικής ζωής μετά την οικουμενική επέλαση του Αλεξάνδρου. Μια από τις πιο πολύτροπες ποιητικές φυσιογνωμίες αυτής της περιόδου, μέντορας του πρώτου συντεταγμένου «Μοντερνισμού» της ελληνικής και, στη συνέχεια, της ρωμαϊκής γραμματείας, ο Καλλίμαχος, εμφανίζεται ως μίσθαρνος στιχοπλόκος σε διατεταγμένη υπηρεσία. Και τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου από τη Ρόδο, όπου ο Ιάσονας, αντί για συμπαγής ήρωας ομηρικού τύπου, λικνίζεται με νεωτερίζουσα χάρη ανάμεσα σε ζεν πρεμιέ και αντι-ήρωα, κατατάσσεται νέτα σκέτα στα «ξαναζεσταμένα» της παλιάς ομηρικής κουζίνας. Τι να αξιολόγησε άραγε η επιτροπή αξιολόγησης του εγχειριδίου;
Ανώδυνα λεπτολογήματα – θα μπορούσε να καγχάσει κάποιος – και ουδόλως κρίσιμα για την πνευματική υγεία και διάπλαση των παίδων. Ισως, αλλά το πράγμα έχει, κατά το δημοσιογραφικώς λεγόμενο, τη σημειολογία του: πρώτον, και προφανώς σημαντικότερο, επειδή η μακάρια ημιμάθεια, ο πλησίστιος ερασιτεχνισμός και η ανεπίγνωστη ανευθυνότητα που συνεργάστηκαν για τη συγγραφή του κακού κειμένου δεν είναι πολύ διαφορετικά συμπτώματα από εκείνα που συχνά συνωμοτούν για τα κακώς κείμενα της κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής· και δεύτερον, επειδή τα fake news του εγχειριδίου υποθάλπουν το μυωπικό σύνδρομο μιας πατροπαράδοτης αφήγησης που δεν βλέπει πέρα από τα brand names των λεγομένων κλασικών χρόνων, αναμηρυκάζοντας με αυτόματη άνεση ιδέες έκπτωσης και παρακμής. Και αφήνω στην άκρη το πληκτικά αδιάφορο και ανορεξικό ύφος που ανταγωνίζεται τα θέλγητρα μιας ληξιαρχικής αναγραφής.
Διαβάζω στο ίδιο ρεπορτάζ του «Βήματος» ότι συνιστάται η παρουσία ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία. Αν και όπου χρειάζονται, καλώς να ορίσουν. Αρκεί να ξέρουμε ότι είναι κάτι πιο βαθύ που έχουν ανάγκη τα σχολειά μας πριν οι δάσκαλοι χάσουν εντελώς την αυτοεκτίμησή τους και οι μαθητές το ενδιαφέρον τους – με όλα τα συμπαρομαρτούντα που αναφέρονται στο ρεπορτάζ.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.