Σήμερα οι δύο δεσπόζουσες πολιτικές δυνάμεις του τόπου ομοφωνούν, διακηρυκτικά τουλάχιστον, στην ανάγκη αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τη διάλυση του Κοινοβουλίου. Ανακάλυψαν ή ανακαλύπτουν την ανάγκη πολιτικής σταθερότητας. Και το ανέδειξαν κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή.
Μέχρι πρόσφατα μάλιστα συνέκλιναν και σε μια θεσμικά περίεργη – διότι οδηγούσε σε μια «μεταβλητής γεωμετρίας» θεσμική αρχιτεκτονική – πρόταση: εάν δεν επιτυγχάνεται στη Βουλή η απαιτούμενη αυξημένη προεδρική πλειοψηφία, η σχετική ευθύνη να μετατίθεται αμέσως στον λαό. Ωστε να έχουμε άμεσα αναδεικνυόμενο – και, βέβαια, αντίστοιχης πολιτικής νομιμοποίησης – πρόεδρο.
Στην πορεία όμως τα δύο κόμματα, σαν να προσβλήθηκαν από ίλιγγο όχι τόσο εξαιτίας του περιεχομένου της παρεμφερούς πρότασής τους όσο από αυτό καθαυτό το γεγονός της συναίνεσής τους, διαφοροποιήθηκαν: Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει πλέον την «ιδιοφυή» ιδέα να βάζει τον τόπο στην περιπέτεια και στην περιδίνηση… εννέα κοινοβουλευτικών ψηφοφοριών, συνολικής διάρκειας περίπου επτά μηνών, η οποία δεν αποκλείει ωστόσο την τελική προσφυγή στον έσχατο κριτή, τον λαό, άρα και τη διαμόρφωση μιας -δυνητικά κρισογόνου – ευμετάβλητης θεσμικής ισορροπίας. Η δε ΝΔ δείχνει ανήμπορη να συλλάβει πως οι θεσμικές ρυθμίσεις γίνονται για ιστορικό βάθος και δεν πρέπει να κατευθύνονται από συγκυριακά κριτήρια. Ετσι κάνει πρόταση που ουσιαστικά μεταφέρει την ευθύνη της προεδρικής εκλογής στην κυβερνητική μόνο πλειοψηφία. Παραβλέπει, δηλαδή, το ότι η λογική της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας – σε πλήρη αντίθεση, εν προκειμένω, προς την αντίστοιχη της προεδρικής – βασίζεται σε έναν θεσμικό δυισμό: τη συνύπαρξη ενός πολιτειακού παράγοντα (του Πρωθυπουργού), που βασίζεται στην, οριακή ενδεχομένως, λαϊκή και κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με έναν άλλον πολιτειακό παράγοντα (τον ΠτΔ), ο οποίος κατά το δυνατόν εκφράζει το εθνικό όλον. Και με τη στάση του, που πρέπει να είναι υπερκομματική έως «πολιτικά ουδετερόθρησκη», αλλά και με τον τρόπο της ανάδειξής του, που πρέπει να γίνεται με ευρεία συναίνεση.
Προσωπικά προ 12ετίας και εκτός κάθε πολιτικής επικαιρότητας – μόνο για να διασφαλιστεί κοινοβουλευτική σταθερότητα, κάτι που συνιστά παράγοντα της επενδυτικής ελκυστικότητας και άρα ευνοεί σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας -, είχα παρέμβει, ας μου συγχωρεθεί η απουσία σεμνότητας, με διορατικότητα. Σε βιβλίο, γραμμένο και με άλλους επιστήμονες, που είχε εκδοθεί εν όψει της προηγούμενης, της ολοσχερώς «χαμένης», συνταγματικής αναθεώρησης του 2008 («Συνταγματική αναθεώρηση για ανταγωνιστική οικονομία σε ένα κοινωνικό κράτος δικαίου, ιδέες και προτάσεις», εκδόσεις Σιδέρης), πρώτος νομίζω στη βιβλιογραφία αναδείκνυα το ζήτημα της ανάγκης αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τη διαταρακτική του κανονικού κοινοβουλευτικού κύκλου και αποσταθεροποιητική της οικονομίας πρόωρη διάλυση του Κοινοβουλίου. Υπεδείκνυα, δε, και μια συγκεκριμένη μέθοδο για τον σκοπό αυτόν, στην οποία επανήλθα πολλές φορές στη συνέχεια, αναλύοντας και εξηγώντας τη, σε αρκετά βιβλία μου («Τα πολιτικά καθεστώτα», εκδόσεις Παπαζήση, «Θεσμοί: Κρίση και ρήξη», εκδόσεις Πατάκη) καθώς και στην αρθρογραφία μου.
Μάλιστα, όταν έκανα τη σχετική πρόταση, δεν είχα ακόμη, κατόπιν έρευνας, διαπιστώσει πως είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο, μαζί με την Αλβανία, που περιλαμβάνουμε τέτοια ρύθμιση στο συνταγματικό μας κείμενο ή γενικότερα στο θεσμικό υπόστρωμα της δημόσιας ζωής. (Σημειωτέον πως και στους Αλβανούς εμείς είχαμε κάνει «εξαγωγή» της σχετικής «θεσμικής τεχνογνωσίας», αφού η κυβέρνησή τους είχε ως συνταγματικούς συμβούλους τον Θ. Τσάτσο και τον Γ. Κατρούγκαλο.)
Η πρότασή μου λοιπόν, αντίθετα προς αυτήν των κομμάτων, ήταν και παρέμεινε η ίδια: η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, των 151 εν προκειμένω κοινοβουλευτικών ψήφων, να μπορεί να παρατείνει κατά ένα ή ενάμισι έτος τη θητεία του ήδη υπηρετούντος προέδρου, ο οποίος έχει καταγεγραμμένη στο πρόσωπό του την αρχική συναινετική ανάδειξη.
Σε αυτό, βέβαια, μπορούν να προβληθούν κάποιες ενστάσεις:
Πρώτον, η υπέρμετρη επιμήκυνση της προεδρικής θητείας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων η αντιπολίτευση θα προσχωρήσει σε μια συναινετική επιλογή. Αφού θα γνωρίζει πως η κυβέρνηση διαθέτει το έσχατο όπλο της – μονομερούς – επιμήκυνσης της θητείας του φορέως του αξιώματος.
Δεύτερον, ότι αντιμετωπίζει το πρόβλημα μόνο βραχυπρόθεσμα, εφόσον αυτό θα ξαναπροκύψει, όταν συμπληρωθεί η παραταθείσα θητεία του ΠτΔ. Επίσης σαθρό επιχείρημα. Η ιστορική εμπειρία – αλλά και η λογική – δείχνει ότι καμία αντιπολίτευση δεν χρησιμοποιεί στρεψόδικα την προεδρική εκλογή, όταν η κυβέρνηση διαθέτει πρόσφατη λαϊκή νομιμοποίηση. Αυτό γίνεται, σχεδόν πάντα, στο δεύτερο μισό της κυβερνητικής/κοινοβουλευτικής τετραετίας, οπότε η επιμήκυνση διασφαλίζει περίπου την κανονικότητα του κοινοβουλευτικού κύκλου.
Τρίτον, τέλος, θα μπορούσε να τεθεί ο προβληματισμός εάν εξακολουθεί να είναι δυνατή η επιμήκυνση της προεδρικής θητείας. Και αυτό διότι δεν ψηφίστηκε ως αναθεωρητέο το άρθρο 30 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, που προβλέπει ότι ο ΠτΔ εκλέγεται από τη Βουλή για πενταετές διάστημα. Εκτιμώ ωστόσο πως δεν πρόκειται για ανυπέρβλητο εμπόδιο: κρίθηκε αναθεωρητέα η τέταρτη παράγραφος του ιδίου άρθρου, που προβλέπει μια περίπτωση επιμήκυνσης της προεδρικής θητείας. Εκεί λοιπόν μπορεί να προστεθεί και μια δεύτερη δυνατότητα παράτασής της, με απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του συνόλου των βουλευτών (δηλαδή 151), οσάκις δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη για πενταετή εκλογή αυξημένη πλειοψηφία.
Τολμώ να πιστεύω πως πρόκειται για λειτουργικότερη πρόταση σε σχέση προς αυτές στις οποίες κατέληξαν, μετά από παλινωδίες, τα κόμματα εξουσίας…
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.