Ζούμε σε μια χώρα που καταρρέει. Που βυθίζεται στην αβεβαιότητα. Που πεθαίνει μέρα με τη μέρα. Χωρίς ανάπτυξη. Χωρίς σταθερότητα. Χωρίς προοπτικές.
Ζούμε σε μια χώρα που διασύρεται στον πυρήνα της δημοκρατία της. Της οποίας η κυβέρνηση κυνηγάει να βάλει φυλακή την αντιπολίτευση μήπως κερδίσει τις εκλογές.
Ζούμε σε μια χώρα της οποίας ένα σημαντικό μέρος της Δικαιοσύνης, του κράτους και της ενημέρωσης χρησιμοποιείται απροκάλυπτα κι ελέγχεται ανενδοίαστα από την κυβερνητική εξουσία.
Ζούμε σε μια χώρα της οποίας το 60% των κατοίκων δεν τα βγάζει πέρα. Βουλιάζει από την υπερφορολόγηση, την ανεργία, την υποαπασχόληση, τα χρέη στις τράπεζες και το Δημόσιο.
Ζούμε σε μια χώρα της οποίας τα πανεπιστήμια είναι άντρα συμμοριών, οι πόλεις βουλιάζουν στην ανομία και τα νησιά κατακλύζονται από απρόσκλητους μετανάστες.
Ζούμε σε μια χώρα που έχει υπουργούς τον Πολάκη, τον Παππά, τον «Παπαρασπούτιν», τον Καμμένο, τον Σπίρτζη, την Παπακώστα, τον Βερναρδάκη…
Ζούμε σε μια χώρα η οποία εδώ και οκτώ χρόνια βιώνει έναν άτυπο εμφύλιο.
Και σε αυτή τη χώρα εμφανίζονται ξαφνικά καλοθελητές που διαπιστώνουν ότι το Σύνταγμα χρειάζεται επειγόντως αναθεώρηση.
Προφανώς είναι χιουμορίστες. Ή περαστικοί – κάτοικοι Ελβετίας και μονεγάσκοι τουρίστες, καλώς τα παιδιά!
Αποκλείεται πάντως να κατοικούν στη σημερινή Ελλάδα, να ζουν στη σημερινή Ελλάδα, να πονούν τη σημερινή Ελλάδα και ξαφνικά να καίγονται πώς θα διδάσκονται τα Θρησκευτικά στα σχολεία (!), τι όρκο θα δίνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κι αν οι προτάσεις μομφής θα είναι εποικοδομητικές ή όχι.
Αποκλείεται λίγους μήνες πριν από τις εκλογές να συζητούν σοβαρά με υπουργούς για την… ψήφο των αποδήμων!
Φυσικά η κυβέρνηση κάνει τη δουλειά της. Προσπαθεί να μην πέσει.
Αλλά οι άλλοι;
Εννοώ όσους εκτός κυβέρνησης κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ή (ακόμη χειρότερο) πραγματικά δεν καταλαβαίνουν.
Εννοώ όσους στον βωμό μιας θεσμικής ιδεοληψίας ή μιας συνταγματικής μικρολογίας προκρίνουν διάλογο με συνομιλητές που δεν έχουν καμία θεσμική λογική και καμία συνταγματική τάξη στο μυαλό τους.
Οσους δεν καταλαβαίνουν πως στην πολιτική συναίνεση κατά περίπτωση δεν υπάρχει.
Πως κάθε συναίνεση υπόκειται σε πολιτικές προϋποθέσεις που ούτε αυτές υπάρχουν σήμερα.
Πως για οιαδήποτε συναίνεση χρειάζονται δύο – ένας ίσον κανένας.
Και πως μια αναθεώρηση χωρίς συναίνεση είναι απλώς άλλο ένα κόλπο της κυβέρνησης που εκμεταλλεύεται την αμυαλιά των καλοθελητών.
Φυσικά αν δεν ντρέπονται να διαβουλεύονται περί Συντάγματος σε αυτές τις συνθήκες και με αυτούς τους συνομιλητές, δικό τους θέμα.
Εγώ πάντως θα ντρεπόμουν για λογαριασμό τους.