Τις τελευταίες ημέρες δύο διαφορετικής τάξης γεγονότα έχουν απασχολήσει εύλογα την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη. Το ένα είναι το αθλητικό γεγονός της τετραετίας, το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου που παίζεται στα γήπεδα της Ρωσίας. Το άλλο είναι η συμφωνία Ελλάδας και FYROM και η διαφαινόμενη «λύση» σε ένα χρόνιο πρόβλημα μεταξύ των δύο κρατών. Υπάρχει κάτι που ενώνει αυτά τα δύο γεγονότα που κατατάσσονται τυπικά σε διαφορετικές σφαίρες της κοινωνικής πραγματικότητας (πολιτική και αθλητική); Οσο και αν δεν είναι εμφανές σε πρώτο επίπεδο, υπάρχει κάτι κοινό: η συμβολική διαπραγμάτευση με μια πολύ παλιά όσο και σθεναρή, από όσο αποδεικνύεται, ταυτότητα, την εθνική.
Εάν υπάρχει μια πραγματική σφαίρα της δημόσιας ζωής που η έννοια της παγκοσμιοποίησης έχει γίνει κοινωνικά απολύτως αποδεκτή (εκτός ακροδεξιών ή αντικαπιταλιστικών ομάδων) είναι η ποδοσφαιρική κουλτούρα. Οι αγώνες του Champions League είναι η κορυφαία απόδειξη ότι μπροστά στο καλό ποδοσφαιρικό θέαμα και στην επιτυχία του συμφέροντος της ομάδας παράγοντες και φίλαθλοι είναι εντελώς πρόθυμοι να απολέσουν οποιοδήποτε εθνικό χαρακτηριστικό. Οι γηγενείς ποδοσφαιριστές που παίζουν στις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης είναι ελάχιστοι. Το ίδιο τείνει να συμβεί και με τους ιδιοκτήτες τους. Το περιβόητο roster (η διεθνοποίηση της γλώσσας χρωστά πολλά στον αθλητισμό) απαρτίζεται από ένα πολυεθνικό ψηφιδωτό το οποίο συνθέτουν τόσο η αντικειμενική ποδοσφαιρική αξία των αθλητών όσο και ένα πολυδαίδαλο σύστημα μάρκετινγκ, από το οποίο πολλά άτομα (βλ. μάνατζερ) επωφελούνται οικονομικά. Με έναν περίεργο τρόπο, βέβαια, τόσο οι συμμετοχές των ομάδων στη μεγάλη ευρωπαϊκή διοργάνωση όσο και οι νίκες που κατακτούν κατοχυρώνονται και λειτουργούν σε εθνικό πλαίσιο, αφού το ποδόσφαιρο συνεχίζει να λειτουργεί σε πλούσιες εθνικές αγορές και να μην έχει ανάγκη μόνο τους κινέζους φαν (για την ώρα)…
Το Μουντιάλ έρχεται πάντως κάθε τέσσερα χρόνια να υπενθυμίσει ότι ο αθλητισμός αποκτά ξεχωριστή σημασία όταν λειτουργεί σε εθνικό πλαίσιο, όταν η αναπαράσταση της μάχης που ιδίως το ποδόσφαιρο επιτελεί παίρνει τις πραγματικές διαστάσεις ενός εικονικού πολέμου μεταξύ χωρών. Το Παγκόσμιο Κύπελλο χρωστά την επί χρόνια πίστη και αγάπη των φιλάθλων όχι μόνο στην υπερεθνική μυθολογία του Πελέ, του Κρόιφ, του Μαραντόνα, του Ρονάλντο και του Μέσι, αλλά και στο ότι κάθε τετραετία επανεπιβεβαιώνονται οι φαντασιακές και συμβολικές εθνικές ορίζουσες που όλο και ξεθωριάζουν μέσα στην εποχή της αγοραίας παγκοσμιοποίησης. Με πιο απλά λόγια, το Μουντιάλ παραμένει ένα από τα κορυφαία θεάματα του σύγχρονου πολιτισμού επειδή η Βρετανοί συνεχίζουν να βάζουν γκολ με κεφαλιά (ως προσωρινό Brexit στο passing game στο οποίο και αυτοί υποκύπτουν), επειδή οι γραφικές φιγούρες στις κερκίδες θα ενδυθούν τα εθνικά σύμβολα με τρόπο γκροτέσκο, επειδή θα συναντηθούν Μαρόκο και Ιράν όχι σαν φίλοι ή σαν ομόθρησκοι, αλλά σαν εχθροί 90 λεπτών. Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου ελκύει το μαζικό ενδιαφέρον επειδή δεν είναι τίποτε άλλο από την ανταγωνιστική συνεύρεση των εθνικισμών.
Πάμε τώρα στο πολιτικό παράδειγμα. Ο προσδιορισμός του ονόματος της «Βόρειας Μακεδονίας» για τη γειτονική χώρα αποτέλεσε αφορμή για θριαμβικές εκδηλώσεις από το κυβερνητικό στρατόπεδο και πολλές δηλώσεις επιβράβευσης από τους διεθνείς παράγοντες, που δεν θέλει και πολλή γνώση εξωτερικής πολιτικής για να καταλάβει κανείς ότι συνέβαλαν –εάν δεν ώθησαν –προς τη συγκεκριμένη κατάληξη. Το γεγονός μάλιστα αυτό έρχεται όχι μόνο να επιλύσει μια χρόνια διαφορά μεταξύ των δύο χωρών αλλά και, σύμφωνα με τα κυβερνητικά «non papers», να μοιράσει «ξιδάκι» στους πολιτικούς αντιπάλους και στους εκατέρωθεν πατριδοκάπηλους (πολλοί από τους οποίους, σημειωτέον, στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που διενεργούνται φέρνουν τα συμβολικά όπλα των φιλάθλων στις μουντιαλικές κερκίδες). Η συμφωνία αυτή μάλιστα έρχεται σε συγχρονισμό με μια εντατική προσπάθεια τον τελευταίο καιρό κυρίως από δημοσιολογούντες να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της μεταστροφής της ελληνικής κυβέρνησης στον σοσιαλδημοκρατικό ρεαλισμό. Δεν είναι τυχαία μάλλον η συνέντευξη του Πρωθυπουργού σε γερμανικό μέσο στο οποίο δεν λέει τόσο πολύ mea culpa για το θέμα του δημοψηφίσματος, όπως ειπώθηκε, αλλά υποστηρίζει (σχεδόν) ανοιχτά ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δεν πειράχτηκαν από τον κ. Γεωργίου, με άλλα λόγια ότι η οικονομική κρίση και χρεοκοπία στην Ελλάδα δεν οφείλεται σε ξένες δυνάμεις όπως υποστήριζε διακαώς επί σειρά ετών.
Τα ιδεολογικά όρια, οι πολιτικές ταυτότητες αλλάζουν ή επιχειρείται να αλλάξουν και πάλι σε αναφορά με το εθνικό ζήτημα. Οι κύριοι φορείς του οικονομικού εθνικισμού τα χρόνια της κρίσης (οι κυβερνώντες) σήμερα γίνονται ξανά κήρυκες της αδελφοσύνης των λαών μέσα από την παλιά γνωστή αριστερή ρητορική, επιδεικνύοντας μια ιδεολογική σιχαμάρα στους πολιτισμικούς εθνικιστές (που κατηγορούν ως φασίστες, όχι όμως τους συνέταιρους ΑΝΕΛ), δηλαδή αυτούς που γνωρίζουν καλύτερα από όλους ότι τα εθνικά στοιχεία ταυτότητας (γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα) ήταν και πάντα θα είναι κατ’ εξοχήν θυμικά, φαντασιακά και συμβολικά (και όχι οικονομικά).
Το Μουντιάλ είναι η σύντομη παρένθεση που αναιρεί προσωρινά τους όρους της ποδοσφαιρικής παγκοσμιοποίησης, δίνοντας στην εθνική ταυτότητα μια φευγαλέα –ακόμη και καρναβαλική –επιβεβαίωση. Η συμφωνία για τη Βόρεια Μακεδονία, αποτέλεσμα διεθνών πιέσεων, μυστικών διπλωματικών διεργασιών, τακτικισμών εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης αλλά και παράγοντας πρόκλησης μεγάλης λαϊκής δυσφορίας (ακόμη και παγανιστικού τύπου), αποτελεί επιβεβαίωση της ανάγκης για κοινά αποδεκτά σύνορα στην παγκοσμιοποιημένη ρευστότητα.
Τώρα, το εάν ο Πρωθυπουργός «πέτυχε γκολ στο 90’» με μια συμφωνία αμοιβαία επωφελή και βιώσιμη και αν αυτή θα οδηγήσει σε νέες εσωτερικές πολιτικές ανακατατάξεις μένει να αποδειχθεί. Το γεγονός όμως ότι δεν φαίνεται κάπου να έχει συνειδητοποιήσει τη δική του συμβολή, κατά το πρόσφατο παρελθόν, στην αναζωπύρωση των εθνικιστικών παθών και του μισαλλόδοξου προμηνύει ότι η όποια μεταστροφή του στις «καθυστερήσεις του αγώνα» πιθανότατα θα προσμετρηθεί ως το θεαματικότερο «αυτογκόλ» των εγχώριων και ευρωπαϊκών εθνικολαϊκιστικών δυνάμεων. Το «χέρι του Θεού» άλλωστε το καταλαβαίνουν πια και η τεχνολογία και η κερκίδα.
Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ, υπεύθυνος ερευνητικών εργασιών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ