Την ώρα που η χώρα ετοιμάζεται να βγει από τα μνημόνια, τουλάχιστον με τη μορφή που τα ξέραμε μέχρι σήμερα, τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι, παρά τα τρία προγράμματα, τις θυσίες, τα μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις, τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας τα οποία προκάλεσαν την κρίση και έφεραν την τρόικα στη χώρα σε μεγάλο βαθμό παραμένουν.
Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας συμβούλων ΕΥ για την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, προκύπτει ότι αντίθετα με τις άλλες μικρές οικονομίες της ΕΕ, οι οποίες λόγω του περιορισμένου εύρους της εγχώριας αγοράς στράφηκαν σε ξένες αγορές για να μπορέσουν να επιτύχουν σταθερούς και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία παρέμεινε και παραμένει εσωστρεφής. Συγκεκριμένα, κατά το διάστημα 2007-2016 ο λόγος των εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 27%, που ήταν το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ!
Μάλιστα, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που προσέφυγαν σε προγράμματα στήριξης η Ελλάδα είναι η μόνη που δεν κατέγραψε ουσιαστική αύξηση των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η εξωστρέφεια της Ελλάδας (εισαγωγές και εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ τη δεκαετία 2007-2016, κατά μέσο όρο) ανέρχεται σε 58% όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 80% και είναι χαμηλότερη της Πορτογαλίας (74%) και της Κύπρου (115%) αλλά και της Αυστρίας (101%), της Ολλανδίας (144%) και του Βελγίου (158%).
Σύμφωνα με την ΕΥ, η χαμηλή εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας καταδεικνύει ότι το πρόβλημα είναι περισσότερο διαρθρωτικού χαρακτήρα και αφορά τόσο τις επιχειρήσεις όσο και το ευρύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Θεωρεί ότι τα αίτια σχετίζονται κυρίως με την εσωτερική οργάνωση και το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την απουσία θεσμικού πλαισίου από την πλευρά της πολιτείας και την έλλειψη εθνικής στρατηγικής και ισχυρών κινήτρων.
Ενα άλλο στοιχείο που είδε το φως της δημοσιότητας αφορά τις τιμές και τη δυσκολία με την οποία περνούν οι μειώσεις στους καταναλωτές. Παρά τον αντιπληθωρισμό, οι τιμές των τροφίμων κινήθηκαν ανοδικά στη διάρκεια της κρίσης. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat και συγκεκριμένα του Παρατηρητηρίου Τιμών Τροφίμων που παρακολουθεί τη διαμόρφωση των τιμών από το χωράφι στο ράφι, όταν μεταβάλλονται οι τιμές της βιομηχανίας, το ποσοστό που μετακυλίεται στον καταναλωτή είναι 29,4% στην αύξηση και μόλις 8,1% στη μείωση. Δηλαδή, οι αυξήσεις περνούν στον καταναλωτή σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι οι μειώσεις. Και αυτό έχει να κάνει με τις στρεβλώσεις που υπάρχουν στην αγορά (κλειστά επαγγέλματα, καρτέλ, μεσάζοντες κ.λπ.) και την έλλειψη ανταγωνισμού.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι παρά τα οκτώ και πλέον χρόνια κρίσης και μνημονίων, η περίφημη αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και η ενίσχυση του ανταγωνισμού παραμένουν στα χαρτιά. Χωρίς αλλαγή του μοντέλου, χωρίς την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων, ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, χωρίς το άνοιγμα αγορών και επαγγελμάτων, η οικονομία δεν μπορεί να πάρει μπροστά.
Μπορεί να προβλέπονται ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης εφέτος και του χρόνου, όμως αυτοί είναι κυρίως αποτέλεσμα του πολύ χαμηλού επιπέδου στο οποίο έχει κατρακυλήσει το ΑΕΠ στα χρόνια της κρίσης και δεν είναι διατηρήσιμοι. Με ή χωρίς Μνημόνιο, λοιπόν, τα εμπόδια για την ανάκαμψη είναι και θα είναι εδώ. Χωρίς συστηματική προσπάθεια στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας δεν μπορεί να γυρίσει η οικονομία. Και δυστυχώς το θέμα δείχνει να μην απασχολεί τα πολιτικά κόμματα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ