Πρόσφατα, αλλά και παλαιότερα, γίνεται λόγος για τις αρχαιογνωστικές επιστήμες ως το αναξιοποίητο ελληνικό πλεονέκτημα, με τη ρητορική για την αξία των κλασικών γραμμάτων να συγχέεται με τη δυνατότητα της Ελλάδας «να γίνει brand name στις κλασικές αρχαιογνωστικές σπουδές», αξιοποιώντας την αναπαλλοτρίωτη αίγλη της ως ιστορικής μητρόπολης του κλασικού πολιτισμού. Πάνω σε αυτό το προνομιακό θεμέλιο προτείνεται να στηθεί «ένα Κέντρο ή Ινστιτούτο Αρχαιογνωστικών Επιστημών με ερευνητικές αλλά και εκπαιδευτικές δραστηριότητες στις περιοχές της κλασικής φιλολογίας, της αρχαίας ιστορίας, της αρχαιολογίας και της μουσειολογίας˙ με οργανωμένη ερευνητική βιβλιοθήκη, διεθνείς συνεργατικές δράσεις και συνεδριακά κέντρα» (Το Βήμα, 8/4 και 13/5, 2018).
Δεν γίνεται όμως ένα τέτοιο κέντρο ή ινστιτούτο με το κεφάλαιο μόνο του παρελθόντος αλλά χρειάζεται και το κεφάλαιο του παρόντος. Δεν αρκεί να έχεις το προϊόν αλλά και την τεχνογνωσία και τις υποδομές να το λειτουργήσεις. Διαθέτει, για παράδειγμα, η χώρα κάποιο διεθνώς αναγνωρισμένο επιστημονικό περιοδικό, συνέδριο ή κάποιον αντίστοιχο εκδοτικό οίκο στον οποίο ξένοι αρχαιοελληνιστές να επιδιώκουν να δημοσιεύσουν; Εκτός Ελλάδας τα θερινά μαθήματα αρχαίων και μεσαιωνικών ελληνικών έχουν ιδιαίτερη απήχηση και επιτυχία. Πόσα ανάλογα μαθήματα οργανώνονται από ελληνικά πανεπιστήμια ή άλλα ιδρύματα; Ας αφήσουμε στην άκρη και το πρόβλημα της ερασμιακής προφοράς των αρχαίων.
Ολα αυτά προϋποθέτουν ελκυστικό επιστημονικό πλαίσιο και σωστή προετοιμασία, η οποία λείπει στην Ελλάδα, αν κρίνουμε από την επιστολή του υπουργείου Πολιτισμού σχετικά με τη χορήγηση υποτροφιών για τη συμμετοχή στο 46ο Διεθνές Πρόγραμμα Ελληνικής Γλώσσας, Ιστορίας και Πολιτισμού το καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη. Η επιστολή κοινοποιήθηκε ηλεκτρονικά στις 10 Μαΐου 2018 (ημερομηνία έκδοσής της) και η προθεσμία υποβολής της αίτησης και των δικαιολογητικών έληγε σε μία εβδομάδα. Για ένα τέτοιο πρόγραμμα, που διοργανώνεται τόσα χρόνια, γιατί τόση προχειρότητα, που σημειωτέον επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε χρόνο; Πώς οι ξένοι φοιτητές να πάρουν στα σοβαρά ένα τέτοιο πρόγραμμα ή άλλα συναφή όταν το συγκρίνουν με το πόσο μεθοδικά κινούνται ξένοι φορείς, όπως η Βρετανική Σχολή της Αθήνας, που προσφέρουν όχι μόνο υποτροφίες σε ερευνητές και φοιτητές, αλλά και διαμονή; Προτού τα ελληνικά πανεπιστήμια κάνουν σχέδια για Κέντρα Αρχαιογνωστικών Σπουδών ως ένα ισχυρό «ελατήριο για την περίφημη εξωστρέφεια που χρειάζεται η χώρα» ας μαθητεύσουν στην εμπειρία ξένων πανεπιστημίων και οργανισμών που έχουν τεράστια εμπειρία σε τέτοια ζητήματα και πλούσιες υποδομές (βιβλιοθήκες, παροχή διαμονής).
Ενα τέτοιο κέντρο δεν θα ήταν απαραίτητο να περιορίζεται στις Κλασικές Σπουδές αλλά στην εποχή της διεπιστημονικότητας και του ανερχόμενου κλάδου της πρόσληψης της αρχαιότητας να περιλαμβάνει τις Βυζαντινές και τις Νεοελληνικές Σπουδές. Πριν από αρκετά χρόνια είχα προτείνει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης να αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία, καθώς το νησί προσφέρεται για ένα τέτοιο εγχείρημα που να καλύπτει την περίοδο από τον Μινωικό πολιτισμό μέχρι και τον Καζαντζάκη μέσω της Κρητικής Αναγέννησης (όπως και τα κρητολογικά συνέδρια). Ολα αυτά όμως, εκτός από οργάνωση, απαιτούν και σημαντικά κεφάλαια, διαφορετικά θα μείνουν σχέδια επί χάρτου. Μπορούν να πετύχουν μόνο με τη συνδρομή μεγάλων ξένων πανεπιστημίων, που όχι μόνο διαθέτουν την τεχνογνωσία λειτουργώντας παραρτήματα ή κύκλους μαθημάτων σε ξένες χώρες, αλλά και μπορούν να γεφυρώσουν τις διαφορές στη διδακτική νοοτροπία μεταξύ ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ