Οτι υπάρχει ένα μείζον πρόβλημα στη χρήση τής γλώσσας μας αποτελεί καθημερινή εμπειρία των ευαίσθητων ομιλητών τής Ελληνικής και μόνιμη έκφραση παραπόνων από πάρα πολλούς απλούς χρήστες τής γλώσσας σε διάφορες ευκαιρίες. Προφανώς, οι επισημάνσεις, οι επικρίσεις, οι διαμαρτυρίες δεν αφορούν στο ανύπαρκτο, ευτυχώς, όλα τα τελευταία χρόνια «γλωσσικό ζήτημα» αλλά αναφέρονται –αν θελήσουμε να το διατυπώσουμε προσεκτικά –στην ποιότητα τής γλώσσας που μιλούμε και γράφουμε. Αυτό είναι το πρόβλημα, και ας το πούμε καθαρά είναι ένα ευρύτερο πρόβλημα στη χρήση τής γλώσσας που επισημαίνεται από τους ομιλητές σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών, από υπεύθυνους πολίτες οι οποίοι έχουν απαιτήσεις από τη γλώσσα.
Για να αντιμετωπίσουμε το «πρόβλημα ποιότητας» στη χρήση τής γλώσσας, πρέπει να αντιληφθούμε με τι «εξισούται» η γλώσσα, τις «γλωσσικές εξισώσεις» που ως προϋποθέσεις εξασφαλίζουν την ποιότητα στη χρήση της.
Θα δώσω ένα διάγραμμα αυτών των εξισώσεων:
(1) Γλώσσα = ΣΚΕΨΗ
Πρέπει να καταλάβουμε (κι οι δάσκαλοι να διδάξουμε) ότι οι λέξεις δεν υπάρχουν για τις λέξεις αλλά για τις έννοιες που θέλουμε να δηλώσουμε, συγκροτώντας τα νοήματά μας. Οι λέξεις είναι συμβατικά κωδικοποιημένες έννοιες με τη μορφή σημασιών («σημαινομένων») που παίρνουν και μια φθογγική δήλωση(«σημαίνοντα»). Η σύν-ταξη των λέξεων σε προτάσεις είναι για να εκφραστούν γλωσσικά οι νοητικές συν-άψεις των εννοιών σε νοήματα. Αρα, εφόσον η γλώσσα είναι η έκφραση τής σκέψης μας, κάθε ποιότητα στη γλώσσα είναι και ποιότητα στη σκέψη μας και τανάπαλιν.
(2) Γλώσσα = ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ + ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ + ΣΥΝΤΑΞΗ
Στον εγκέφαλο τού ανθρώπου όπου εδράζεται το «λογισμικό τού νου» (εννοιολόγιο –νοητικές κατηγορίες –νοήματα), έχει την έδρα του και το «λογισμικό τής γλώσσας» (λεξιλόγιο –γραμματική –σύνταξη). Αρα, η ποιότητα στη γλώσσα είναι συνάρτηση ενός κατά το δυνατόν πιο καλλιεργημένου και πλούσιου λεξιλογίου σε συνδυασμό με έναν εξίσου ασκημένο και καλλιεργημένο μηχανισμό με τον οποίο συνθέτουμε το λεξιλόγιο σε συντεταγμένο λόγο, με τον μηχανισμό τής γραμματικής και τής σύνταξης. Η γνώση τού λεξιλογίου χωρίς επαρκή και καλλιεργημένη γνώση τού μηχανισμού που το οργανώνει, το προβάλλει και το αξιοποιεί καταλήγει σε ποιοτική υστέρηση στη χρήση τής γλώσσας. Η γραμματική εκδικείται!
(3) Γλώσσα = ΡΗΜΑ
Γλωσσικά ζούμε στο «βασίλειο τού ρήματος»! Ο πυρήνας τής γλώσσας είναι το ρήμα, οι ενέργειες δηλ., οι πράξεις, οι δραστηριότητές μας, οι καταστάσεις μας, γύρω από τις οποίες «κτίζεται» ο λόγος μας. Πρόσωπα και πράγματα (τα «ουσιαστικά» τής γραμματικής) εξειδικεύουν τις ενέργειές μας (τα «ρήματα» τής γραμματικής). Χρόνος, χώρος, τρόπος, αιτία, σκοπός κ.λπ. (τα «επιρρήματα», οι «προθέσεις», οι «σύνδεσμοι» τής γραμματικής) εξειδικεύουν περαιτέρω τις ενέργειές μας, ενώ καθορισμός (τα «άρθρα» τής γραμματικής) και χαρακτηρισμοί (τα «επίθετα» τής γραμματικής) εξειδικεύουν περαιτέρω τα πρόσωπα και τα πράγματα (τα «ουσιαστικά»). Αρα, η κατανόηση τού ρόλου των συστατικών τής γλώσσας μας μαζί με την άσκηση και την καλλιέργεια τής λειτουργίας τους είναι προϋπόθεση για την ποιότητα στη χρήση της.
(4) Γλώσσα = ΣΥΓΧΡΟΝΙΑ + ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ («ΠΑΓΧΡΟΝΙΑ»)
Κάθε ποιοτική χρήση τής γλώσσας στηρίζεται στη σημερινή δομή και λειτουργία της, στη συγχρονική της κατάσταση. Αυτή η διάσταση είναι καθοριστική και προηγείται. Ωστόσο, γλώσσες με μακρά χρονική παρουσία και μακρά ιστορική διμορφία, όπως η Ελληνική, χρειάζονται στην κατάκτησή τους εντός και εκτός σχολείου και τη διαχρονική διάσταση. Είναι χρήσιμο και πρακτικά αξιοποιήσιμο να γνωρίσει ήδη ο μαθητής στο σχολείο ότι το είμαι δεν είναι παρά το αρχαίο ειμί, που η μετοχή του ών ούσα όν έχει δώσει τα όντα, την οντότητα, το όντως, αλλά και τα παρών παρούσα παρόν και απών απούσα απόν και τα παρουσία και απουσία, όπως και η ίδια η ουσία έδωσε τα ουσιώδης και επουσιώδης και ουσιαστικός, αλλά και τα ανούσιος, αυτούσιος, επιούσιος και περιούσιος και τα μετουσιώνω και μετουσίωση κ.ά. Η εκμάθηση, λοιπόν, τής γλώσσας στη διπλή της διάσταση, τη συγχρονική κυρίως και δευτερευόντως τη διαχρονική, την «παγχρονική» (για να χρησιμοποιήσουμε έναν ειδικό όρο), θα εξασφαλίσει μια ποιότητα στη χρήση τής γλώσσας, αφού ως γνωστόν οι λεγόμενες «απαιτητικές λέξεις» προϋποθέτουν μια τέτοια γνώση (λέξεις όπως ανένδοτος, ενδοτικός, ενδίδω, ευάλωτος, άλωση, κατά το δοκούν, υπέρ το δέον, φειδώ, αφειδώς, δυσήνιος, δυσθυμία, δυσειδής, δυσανεξία, κατησχυμμένος, νενομισμένος, ανιούσα, κατιούσα, οικόσιτος, οικουρώ, πλησίστιος, πόθεν έσχες, συναγελάζομαι, υπερακοντίζω κ.ά.).
(5) Γλώσσα = ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Οι επιλογές στη γλώσσα είναι, στην πράξη, η γλωσσική ελευθερία μας. Οι επιλογές συνιστούν μια γενική ιδιότητα τής γλώσσας που δεν είναι συνήθως συνειδητή στους ομιλητές. Οι επιλογές αυτές δεν είναι «πολυτέλεια» αλλά ανάγκη, αφού καθιστούν δυνατή την παρουσίαση των γλωσσικών πληροφοριών από διαφορετικές οπτικές γωνίες και διαφορετική προοπτική. Αλλη είναι η προοπτική τής πρότασης «Ο υπουργός υπέγραψε τη συμφωνία» από την πρόταση «Η συμφωνία υπεγράφη» ή την πρόταση «Η υπογραφή τής συμφωνίας…». Αν ενδιαφέρει η προβολή τού «δρώντος προσώπου», επιλέγω την α΄ πρόταση∙ αν ενδιαφέρει η προβολή τού «αντικειμένου τής δράσης», επιλέγω τη β’, ενώ η επιλογή τής γ’ είναι περισσότερο ουδέτερη και περιγραφική πάλι τού «αντικειμένου τής δράσης». Επομένως, η ίδια σε περιεχόμενο πληροφορία προβάλλεται διαφορετικά από τη χρήση ενεργητικής φωνής (η α’), τη χρήση παθητικής φωνής (η β’) και ονοματικής πρότασης (η γ’). Αυτό ισχύει και στους τρεις τομείς: λεξιλόγιο, γραμματική, σύνταξη. Αρα, η αξιοποίηση των επιλογών εξασφαλίζει ποιότητα στον λόγο μας, αφού κάθε λεπτή απόχρωση στη χρήση τής γλώσσας και στα νοήματά μας στηρίζεται σε τέτοιες επιλογές σε όλα τα επίπεδα.
(6) Γλώσσα = ΑΞΙΑ
Αν δεν συλλάβουμε και δεν πιστέψουμε στη γλώσσα ως αξία, αλλά τη δούμε σαν ένα απλό όργανο (που είναι βεβαίως κι αυτό), τότε αποδυναμώνουμε επικίνδυνα τη σχέση μας με τη γλώσσα. Γιατί η γλώσσα, πέρα από ένα απλό όργανο, είναι ο πολιτισμός μας, η ιστορία μας, η σκέψη μας, ο ψυχισμός μας, η ταυτότητά μας. Είναι η ατομική και συλλογική ιδιοπροσωπία μας. Είναι ο ίδιος «ο κόσμος μας», κατά τον Wittgenstein. Αν ενστερνισθούμε αυτή τη στάση απέναντι στη γλώσσα, τότε αλλάζει όλη η σχέση μας με αυτή, αφού δηλ. κατανοήσουμε ότι ο γλωσσικός μας κόσμος, σε όποια έκταση, μορφή και ποιότητα τον οικοδομούμε, είναι και ο κόσμος τής σκέψης και τής ίδιας τής ύπαρξής μας. Τότε συνειδητοποιούμε ότι αξίζει να αγωνισθούμε για αυτόν. Πολύ περισσότερο που η κατάκτηση τής μητρικής μας γλώσσας είναι έργο ζωής.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ