Τα υπερβολικά πολλά χρόνια της πολυεπίπεδης κρίσης, οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, θεσμικής, ιδεολογικής, έχουν δημιουργήσει μια λανθασμένη εντύπωση στην ελληνική κοινωνία, που ενισχύεται διαρκώς και από τις πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις του λαϊκισμού. Οτι η επιστροφή της Ελλάδας σε συνθήκες κανονικότητας θα λάβει χώρα με όρους συμβατικής εξόδου, με το φαντασιακό αφήγημα να εκτυλίσσεται ως εξής: Σε ένα νησί, ίσως, ένας πρωθυπουργός φορώντας για πρώτη φορά γραβάτα, μπορεί, εξαγγέλλει σε μια κοινωνία, όταν, ότι πλέον αυτή μπορεί να αφήσει το παρελθόν οριστικά πίσω της και να κοιτάξει άφοβα το μέλλον. Το λάθος στην εικόνα αφορά στο ότι έχοντας αποδώσει προκαθορισμένες διαστάσεις στην κρίση η έξοδος φαντάζει ως μια συνθήκη απτή. Μια πόρτα που ανοίγει, ένας εγκλωβισμένος που μπορεί ξανά να απολαύσει την ελευθερία του, μια ανάμνηση που θα θυμίζει πια ένα κακό όνειρο ως τραύμα του παρελθόντος.
Αναμένοντας την υλοποίηση μιας «εξόδου» που έχει πλέον μυθοποιηθεί ως να αφορά ένα νέο εθνικό αφήγημα χάνουμε την ουσία μην έχοντας επαφή με τις παρούσες εξελίξεις αλλά και τα μελλοντικά ζητούμενα. Απέχουμε εκκωφαντικά από τον διάλογο γύρω από το ενωσιακό εγχείρημα της επόμενης ημέρας, αν και η Ευρώπη χτίζεται ξανά κομμάτι-κομμάτι μετά το Brexit. Απέχουμε από τον διάλογο γύρω από την Δ’ Βιομηχανική Επανάσταση έχοντας κατά νου την επανάκτηση των πηδαλίων μιας παραγωγικής μηχανής που πλέον δεν έχει εφαρμογές στις οικονομικές συνθήκες που ήδη μορφοποιούνται γύρω μας. Απέχουμε από τον διάλογο των ευρύτερων γεωστρατηγικών εξελίξεων που επηρεάζουν την οντολογία μας, όπως και αυτήν του υπόλοιπου δυτικού κόσμου, έχοντας αναπτύξει ως στρατηγική θέση αυτή του «δεν ακούω, δεν μιλάω, δεν βλέπω», ελπίζοντας ότι θα εξαιρεθούμε του βάρους της ευθύνης που προϋποθέτει η συμμετοχή μας στον δυτικό πυρήνα.
Η Ελλάδα απέχει και ονειρεύεται την επιστροφή της στην κανονικότητα, λες και η όλη διαδικασία εμπεριέχει ως άτυπη συμφωνία την ανάδειξη μιας επετηρίδας του πόνου. Οσο ονειρευόμαστε όμως ξεκομμένοι από την πραγματικότητα τόσο η απόσταση μεταξύ ημών και της κανονικότητας μεγαλώνει. Και η απόσταση αυτή παγιώνει μια ψευδαίσθηση που έχει αρχίσει ήδη να λειτουργεί ως η νέα ιδεολογική «φούσκα», αυτή τη φορά σε επίπεδο προσδοκιών.
Η οικονομία της χώρας δεν μπορεί να εισέλθει σε νέα φάση ανάπτυξης απλώς μέσα από τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών. Η Ελλάδα έχει μια εξαιρετική θέση στην παγκόσμια γεωγραφία, αλλά ποιος αλήθεια μπορεί πραγματικά να σχεδιάσει μια νέα υψηλή μακροοικονομική πολιτική με αιχμή του δόρατος τον τουρισμό σε μια περιοχή που η ρευστότητα της Μέσης Ανατολής συναντά το αβέβαιο της Βαλκανικής και όλα αυτά υπό τη σκιά του πλέον δύστροπου και απρόβλεπτου γείτονα εξ Ανατολών; Είναι πράγματι άξιο απορίας για ποιον λόγο η κυβέρνηση δεν έχει ρίξει όλο της το βάρος στο να λάβει μια θετική απόκριση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Ενωση ως προς την ολική φοροαπαλλαγή υπηρεσιών και εταιρειών που κινούνται στις σύγχρονες τεχνολογίες, ώστε να προσελκύσει επενδυτές και νέες θέσεις εργασίας στο άνυδρο ελληνικό τοπίο.
Η θέση της χώρας στο εσωτερικό της ΕΕ και του ΝΑΤΟ δεν θα βελτιωθεί αν απλώς αναμασούμε τα αφηγήματα του 20ού αιώνα, δίχως διάθεση να δούμε τις μελλοντικές προοπτικές. Το επαναλαμβάνω σε κάθε δημόσια τοποθέτησή μου ότι η επόμενη «μεγάλη ιδέα» της Ευρώπης είναι η σύζευξη και η ενίσχυση των σχέσεων με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Μπορεί η πολιτική των δασμών που ο αμερικανός πρόεδρος επιλέγει σήμερα ως στρατηγική ενίσχυσης της τάσης του προστατευτισμού που ο ίδιος επιδιώκει για την οικονομία των ΗΠΑ να δείχνει ότι αποστερεί από τον Διατλαντισμό τη δυναμική του αλλά η σημερινή πραγματικότητα σίγουρα δεν αποτελεί κομμάτι της μεγάλης εικόνας του παρόντος μας, πόσο μάλλον του μέλλοντός μας. Οι πολιτικές, τεχνολογικές, οικονομικές, ενεργειακές και γεωστρατηγικές προκλήσεις που ο δυτικός κόσμος αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη σφοδρότητα στο άμεσο μέλλον καθιστούν τη διαδικασία ωρίμανσης του Διατλαντισμού μια ισχυρή προοπτική που θα έρθει να ενδυναμώσει την ευρωπαϊκή εμβάθυνση ενισχύοντας ταυτόχρονα σε θεσμικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο τις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού υπό το φάσμα της ελεύθερης οικονομίας και της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η Ελλάδα δεν έχει να προτείνει το παραμικρό σε αυτό το επίπεδο, με το συλλογικό μας ρολόι να έχει κολλήσει στο τοξικό και φοβικό αφήγημα του ευρωσκεπτικισμού και του αντιδυτικισμού αντιστοίχως, όπως αυτά ήρθαν να δημιουργήσουν αταβιστικά πλειοψηφικά ρεύματα το καλοκαίρι του 2015 και τελολογικά αφηγήματα εμποτισμένα στις εξαιρέσεις, στο αντί, στην ιδεολογική εσχατολογία.
Η χώρα συνεχίζει να διαθέτει σημαντικές πηγές άυλης ισχύος, κυρίως στο επίπεδο της τριτοβάθμιας παιδείας και σε αυτό των νέων τεχνολογιών. Ακόμη όμως και σε αυτούς τους χώρους χρειάζονται τολμηρά βήματα που θα δώσουν την ευκαιρία υλοποίησης όλων όσων ο θεσμικός λουδιτισμός που διαπερνά το εθνικό modus operandi τα τελευταία χρόνια έχει θέσει στο περιθώριο. Για να επιστρέψουμε στην κανονικότητα, θα πρέπει πρώτα να υλοποιήσουμε έργο και όχι το αντίστροφο. Και για να υλοποιήσουμε έργο σύγχρονο και αποδοτικό ως προς τις ανάγκες του χωροχρόνου και όχι του στενού εθνικού μας θυμικού, θα πρέπει να σταματήσουμε να ζούμε ελπίζοντας σε πεπερασμένα σχήματα και ιδεολογήματα και να αρχίσουμε να βιώνουμε την πραγματικότητα οικοδομώντας την Ελλάδα της μετα-κρίσης. Τώρα!
Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας & επισκέπτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Grenoble (Sciences Po Grenoble).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ