Η «προσφορά» του στην εθνική οικονομία έχει αναδειχθεί κατά κόρον: Κολοσσιαία βλάβη των δημόσιων οικονομικών, την οποία ρεαλιστικές εκτιμήσεις αρμοδίων παραγόντων προσδιορίζουν μεταξύ 80 και 200 δισεκατομμυρίων ευρώ (ενώ οι ακραία έως αφελώς επιεικείς εκτιμήσεις των ίδιων των Συριζαίων την περιορίζουν στα 35-40…).

Αφελληνισμός, εξόντωση και αφυδάτωση, επίσης, της δυναμικής του τραπεζικού συστήματος της χώρας, το οποίο έχασε τη δυνατότητα να λειτουργεί ως όχημα ανάπτυξης της παραγωγικής Ελλάδας… Συνακόλουθη δυσχέρανση, σε μακροπρόθεσμη προοπτική, των αναπτυξιακών προοπτικών του τόπου. Ανακοπή των πρώτων δειγμάτων ανάκαμψης είχε διασφαλίσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Κ.ο.κ.

Για όλα τα προαναφερόμενα, ωστόσο, πιστεύω πως υπάρχουν σημαντικά ελαφρυντικά. (Θυμίζω, βέβαια, τη φράση του Κωστή Στεφανόπουλου, σύμφωνα προς την οποία επίκληση ελαφρυντικών γίνεται μόνον υπέρ ενόχων…)
Ως τέτοια μπορούν να αναφερθούν: Αγνοια των διεθνών συσχετισμών, αφέλεια, απειρία, ιδεοληψία, βουλησιαρχία, πολιτικός πρωτογονισμός, ακόμη και δέσμευση από την –βασισθείσα σε ακραία δημαγωγία –έφοδο προς την εξουσία κ.ο.κ. Μέχρι και η διαχείριση του αποτελέσματος του καταστροφικού και αφρόνως προκηρυχθέντος δημοψηφίσματος του 2015 θα μπορούσε –από ένα επιεικές δικαστήριο της Ιστορίας –να αναγνωρισθεί ως εκδήλωση έμπρακτης μετάνοιας.
Ποια ελαφρυντικά, όμως, θα ήταν δυνατόν να προβληθούν για όσα εγκληματικά και ανεύθυνα διαπράχτηκαν στη συνέχεια; Και είναι τόσο πολλά αυτά. Ανάμεσά τους…
Η χυδαία και άνευ προσχημάτων προσπάθεια ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης –ακόμη και αν θεωρηθούν υπερβολικά τα λεγόμενα περί συγκρότησης δικαστικής χούντας -, κορυφαία εκδήλωση της οποίας υπήρξε η περίπτωση της Β. Θάνου: Επελέγη από την κυβέρνηση με πολύ βαθιά βουτιά στην επετηρίδα και κυριολεκτικά την επομένη της συνταξιοδότησής της (την οποία προσπάθησε να αναβάλει με βιασμό όχι απλά της νομικής αλλά και της γλωσσικής λογικής του Συντάγματος) μετακόμισε στο πρωθυπουργικό γραφείο προς προσφορά υπηρεσιών.
Γενικότερα, η πολυμόρφως και προδήλως εκδηλωθείσα βούληση ελέγχου πολλών θεσμών, προβλεφθέντων να είναι ανεξάρτητοι από την εκτελεστική εξουσία.
Η οργάνωση μιας –πολυδάπανης –δημόσιας τηλεόρασης σοβιετικής αντίληψης και βορειοκορεάτικης αισθητικής.
Η σχεδόν συνειδητή προσπάθεια «καταπολέμησης της μικροαστικής ανίας» με μια εγκληματική πολιτική «ενσωμάτωσης στην κοινωνία» μαζικά αποφυλακιζόμενων εγκληματιών, άνευ αξιολόγησης της επικινδυνότητάς τους.
Η απροσχημάτιστη συγκρότηση κομματικού κράτους με απειρία μετακλητών –ουδέποτε ήταν τόσο το κόστος της μισθοδοσίας τους –καθώς και με αναρίθμητους Γενικούς και Ειδικούς Γραμματείς, με πλήρως στελεχωμένα γραφεία από ακολουθία, η οποία σχεδόν στο σύνολό της μετακόμισε από το βαθύ κόμμα. Μάλιστα οι προσλαμβανόμενοι είναι συχνά επιπέδου του στρατηγικού αναλυτή και «πολέμιου των επαΐων» «εκπαιδευτικού» Καρανίκα.
Η περαιτέρω υποβάθμιση της πολύπαθης παιδείας μέσα από ακόμη μεγαλύτερη επένδυση στο ποσοτικό στοιχείο (πληθωριστική δημιουργία/τυπική αναβάθμιση δομών), παρακολουθούμενη από υποβάθμιση του ποιοτικού. (Κάτι που δεν είναι, ωστόσο, καθόλου ασύμβατο με την εκχώρηση στην εκκλησιαστική ιεραρχία της ευθύνης –τουλάχιστον –για συνδιαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.)
Η κατάργηση επιδομάτων μεγάλης κοινωνικής σημασίας χάριν της διατήρησης ή της διόγκωσης προνομίων σε κοινωνικές κατηγορίες, κρατικοδίαιτων πρωτίστως, βολεμένων και ευνοημένων.
Η προώθηση σε ρόλους ισχυρών γνωμοδιαμορφωτών εκπροσώπων του δημοσιογραφικού υποκόσμου.
Και πολλά άλλα ανάλογα…
Για όλα αυτά άραγε, αναρωτιέμαι, θα βρεθεί ποτέ δικαστής της Ιστορίας να αναγνωρίσει το οποιοδήποτε ελαφρυντικό στους άλλοτε μαθητευόμενους μάγους, τους πρώην μαέστρους της ορχήστρας της παγκόσμιας οικονομίας, και ήδη πωρωμένους φορείς μιας άθλιας καθεστωτικής νοοτροπίας;
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ