Η τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα αποτελεί μια περίοδο απροσδόκητων οικονομικών, πολιτικών, επικοινωνιακών και ευρύτερα πολιτισμικών ανακατατάξεων που εύλογα έχουν μεταφραστεί με τον όρο «κρίση», αφού δεν οδηγούν σε μια επιθυμητή αλλαγή αλλά σε ένα σπιράλ αναγκαστικών ή εξαναγκασμένων και όχι πάντα ολοκληρωμένων προσαρμογών στην –έτσι κι αλλιώς ρευστή –συνθήκη της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης. Την ίδια περίοδο, η τηλεόραση, το κυρίαρχο μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας της ελληνικής κοινωνίας κατά τη Μεταπολίτευση, διέρχεται μια πολύ σημαντική μεταβολή λόγω εσωτερικών όσο και διεθνών εξελίξεων. Ο καθρέφτης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας ράγισε αλλά δεν διαλύθηκε, περισσότερο τεμαχίστηκε σε πολλά μικρά κομμάτια (παραδοσιακή τηλεοπτική οθόνη, υπολογιστής, κινητό τηλέφωνο).
Στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και στο Εργαστήριο Οπτικών και Πολιτισμικών Σπουδών, μέσα από πτυχιακές και διπλωματικές εργασίες, μέσα από διδακτορικές διατριβές και έρευνες επιχειρείται να μελετηθεί η ιστορία και μεταβολή της τηλεοπτικής πραγματικότητας ως αντανάκλαση σύνθετων ιδεολογικών, θεσμικών και τεχνολογικών εξελίξεων. Με άλλα λόγια, η τηλεόραση μελετάται ως ένας πολύ σημαντικός κοινωνιολογικός δείκτης.
Η τηλεοπτική δημοφιλής κουλτούρα αντιμετωπίζεται όχι ως συνώνυμο της ψευδούς συνείδησης που υποβάλλει ένας ισχυρός ιδεολογικός μηχανισμός (τηλεόραση) αλλά ως ευρετήριο στάσεων, πεποιθήσεων, προτύπων που η ελληνική κοινωνία αναπτύσσει, συντηρεί ή μεταλλάσσει στο πέρασμα των χρόνων. Κατά συνέπεια η έρευνα όλο και περισσότερο προσανατολίζεται προς την αποκρυπτογράφηση της τηλεθέασης της Nielsen, σε μελέτες πρόσληψης του ελληνικού κοινού, στο πώς δηλαδή συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες αντιδρούν στα τηλεοπτικά μηνύματα.
Μια προσέγγιση που ελάχιστα έχει ακολουθηθεί στον χώρο έρευνας των μέσων επικοινωνίας στην Ελλάδα, αφού το μοντέλο ερμηνείας που κυριάρχησε θεώρησε σχετικά δεδομένο (και μάλλον παθητικό) τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά το κοινό στα τηλεοπτικά προγράμματα (των οποίων τα μηνύματα επίσης εκλήφθηκαν ως μονοδιάστατα).
Ενα δείγμα αυτής της προσπάθειας αποτέλεσε η ειδική συνεδρία που έλαβε χώρα στο πλαίσιο του πρόσφατου 6ου Συνεδρίου της Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας, στην οποία παρουσιάστηκαν μελέτες που αφορούν την τηλεοπτική ψυχαγωγία στην Ελλάδα τόσο στις παραδοσιακές όσο και στις πιο σύγχρονες εκδοχές της. Οι επαναλήψεις του Mega που διατηρούν υψηλό ενδιαφέρον, αλλά και η περίπτωση της μεγάλης επιτυχίας του «Survivor» στον Σκάι, ερευνώνται ως περιπτώσεις μιας κανονικοποιητικής τηλεοπτικής ψυχαγωγίας, ως ισχυρές ενδείξεις νοσταλγίας μιας πραγματικότητας (τηλεοπτικής και κοινωνικής) που παραπέμπει σε συνθήκες προ κρίσης. Στον αντίποδα, περιπτώσεις τηλεοπτικής μυθοπλασίας με μεγάλη επιτυχία στους συμβατικούς ή νέους τηλεοπτικούς δέκτες, όπως το «Game of Thrones» και το «House of Cards», μελετώνται ως παραδείγματα ανάπτυξης ενός νέου τηλεοπτικού κοινού, όλο και πιο ενεργητικού, που αναζητεί την εναλλακτική ποιότητα στη καθημερινή ψυχαγωγία του και είναι έτοιμο να διαπραγματευθεί ιδιαίτερα αμφίσημα μηνύματα όσον αφορά τη σύγχρονη εξουσία, δημόσιας και ιδιωτικής φύσης.
Αν αναλογιστούμε ότι, παράλληλα την τελευταία δεκαετία, οι τηλεοπτικές ελληνικές σειρές βρίσκονται σε αποδρομή, τη μεγαλύτερη επιτυχία στο επίπεδο της μυθοπλασίας σημειώνουν τουρκικές σαπουνόπερες, τα ριάλιτι σόου αποτελούν το μοναδικό δυναμικό προϊόν (στην αρχή αυτά που προβάλλουν μαγειρικές δεξιότητες, στη συνέχεια αυτές που ανακαλύπτουν και πάλι το μουσικό star system ή την επιστροφή στη φυσική-ανταγωνιστική κατάσταση) και ότι το ψυχαγωγικό πρόγραμμα με σταθερή πολιτική αναφορά είναι η εθνικολαϊκιστική τηλεοπτική σάτιρα που γνωρίζει τεράστια τηλεθέαση, καταλαβαίνουμε ότι το τηλεοπτικό πεδίο μεταλλάσσεται αλλά δεν πεθαίνει. Αντίθετα μάλιστα, σε αυτό το αλλαγμένο τοπίο μπορούμε να ανιχνεύσουμε στοιχεία μιας διαρκούς ταλάντευσης της εγχώριας οπτικοακουστικής κουλτούρας μεταξύ αδράνειας-κλειστότητας και καινοτομίας-παγκοσμιοποίησης. Τα νέα και παλιά τηλεοπτικά προϊόντα αποτελούν το ιδανικό πλαίσιο κατανόησης του πώς η ελληνική κοινή γνώμη «διασκεδάζει» την κρίση και του τρόπου με τον οποίο καλλιεργείται ένας ιδιότυπος ριζοσπαστικός συντηρητισμός σε πολλές από τις στάσεις και τις πρακτικές της.
Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ