Οκτώ χρόνια από την είσοδο στα μνημόνια και η εικόνα για τη χώρα, όπως τη διαμορφώνουν οι αριθμοί, δεν έχει καμία σχέση με αυτή του 2010. Η βελτίωση στα δημοσιονομικά είναι εντυπωσιακή: από έλλειμμα της τάξεως του 12% και 15% η Ελλάδα παρουσιάζει σήμερα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 2%-3%. Το χρέος, αν και παραμένει υψηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ, εμφανίζει εξαιρετικά μειωμένο κόστος εξυπηρέτησης της τάξεως του 4% του ΑΕΠ, ενώ τα spreads των ελληνικών 10ετών ομολόγων σε σχέση με τους αντίστοιχους γερμανικούς τίτλους έχουν περιοριστεί στα επίπεδα του 3,5%, από διψήφια ποσοστά που ήταν πριν την ένταξη της χώρας σε πρόγραμμα. Βεβαίως είναι υψηλότερα από αυτά άλλων χωρών-μελών της ευρωζώνης, ωστόσο συγκρινόμενα με το παρελθόν, διαμορφώνονται σε επίπεδα που είναι χαμηλότερα ακόμα και από εκείνα πριν από την κρίση.
Αντίστοιχα το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μπορεί να είναι εξαιρετικά υψηλό, όμως η χώρα σήμερα χρωστάει ως επί το πλείστον στους ευρωπαίους εταίρους και όχι στις αγορές. Ως εκ τούτου δανειζόμαστε με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, πράγμα που κάνει την εξυπηρέτησή του χρέους διαχειρίσιμη. Και σε τελική ανάλυση αυτό που μετράει δεν είναι τόσο το αν η χώρα θα αποπληρώσει κάποτε το χρέος της, όσο το να είναι σε θέσει να το εξυπηρετεί και να το αναχρηματοδοτεί. Αλλωστε κανείς δεν πιστεύει ότι οι Ην. Πολιτείες ή η Ιαπωνία θα μηδενίσουν το χρέος, ωστόσο όλοι εξακολουθούν να τις δανείζουν.
Επίσης, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου έχει βελτιωθεί και αυτό, κυρίως εξαιτίας του περιορισμού των εισαγωγών και κατά δεύτερο λόγο χάρη στην ενίσχυση των εξαγωγών.
Εκεί όμως που η χώρα εξακολουθεί να χωλαίνει είναι στον τομέα της ανάπτυξης. Ενώ το 2017 σε όλη την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ενωση οι οικονομίες των χωρών-μελών αναπτύχθηκαν με υψηλούς ρυθμούς, στην Ελλάδα καταγράφηκε αναιμική ανάπτυξη και οι προσδοκίες ότι εφέτος θα επιτευχθεί αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 2,5%, δυστυχώς αναθεωρούνται προς τα κάτω.
Τι φταίει λοιπόν και η χώρα, παρά τη σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών και το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, δεν μπορεί να ευημερήσει; Η απάντηση βρίσκεται στην αδυναμία υλοποίησης των διαρθρωτικών αλλαγών. Στο σημείο αυτό στέκονται πλέον όλοι. Η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ είπε την περασμένη Πέμπτη ότι το Ταμείο δεν ζήτησε τόσες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες όσες έκανε η Ελλάδα αλλά ζητάει περισσότερες μεταρρυθμίσεις. Αναγνώρισε ότι έχουν ήδη γίνει πολλές αλλά όπως είπε υπάρχουν ακόμα «βήματα» που πρέπει να γίνουν.
Από την πλευρά του ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λιου δήλωσε ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται μια ισορροπημένη προσέγγιση μεταρρυθμίσεων και ελάφρυνσης χρέους, ενώ ο υπεύθυνος του ΔΝΤ για την Ευρώπη Πόουλ Τόμσεν χαρακτήρισε κλειδί τις μεταρρυθμίσεις για την έξοδο της χώρας στις αγορές.
Αναμφίβολα η Ελλάδα έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα σε δημοσιονομικό επίπεδο και βελτίωση στα μακροοικονομικά μεγέθη. Ωστόσο, δεν έχει ανάλογη πορεία στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και θα προσελκύσουν επενδύσεις, που είναι απαραίτητες για την ανάταξη της οικονομίας. Η πρόοδος που έχει σημειωθεί είναι μικρή και κυρίως αποσπασματική. Είναι προφανές ότι η χώρα χρειάζεται ένα αναπτυξιακό σχέδιο που να υπηρετεί ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο να στηρίζεται στην εξωστρέφεια. Διότι μόνο με την υιοθέτηση ενός τέτοιου μοντέλου θα μπορέσουμε να δώσουμε οριστικό τέλος στις παθογένειες που μας οδήγησαν στη βαθιά κρίση που βιώνουμε, στα μνημόνια και στη διεθνή εποπτεία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ