Η συνεχιζόμενη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία ξαναέφερε στο προσκήνιο την ανάγκη εθνικής συνεννόησης για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Μιας απειλής που κανείς δεν γνωρίζει εάν αποτελεί στρατηγική έντασης προκειμένου να εξυπηρετήσει προεκλογικές εθνικιστικές επιδιώξεις ή εάν αποσκοπεί στην ανατροπή των υφιστάμενων γεωπολιτικών ισορροπιών μεταξύ των δύο χωρών σε βάρος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, με δεδομένο ότι ο Ερντογάν έχει απέναντί του μια οικονομικά και πολιτικά αποδυναμωμένη Ελλάδα. Και στα δύο ενδεχόμενα δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα θερμό επεισόδιο, τυχαίο ή σχεδιασμένο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο κίνδυνος πολεμικής σύρραξης, μικρής ή μεγάλης έκτασης, είναι πολύ πιθανός.
Εξάλλου, κατά τον Χομπς, «ο πόλεμος δεν συνίσταται μόνο σε μάχες ή στην έμπρακτη σύγκρουση αλλά καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η βούληση για ένοπλη αναμέτρηση είναι επαρκώς γνωστή». Σε κάθε περίπτωση λοιπόν θα περίμενε κανείς να υπάρχει στοιχειώδης εθνική υπευθυνότητα, τουλάχιστον των πολιτικών δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου, για τη χάραξη μιας εθνικής γραμμής αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής και της γενικότερης αναταραχής στην Εγγύς Ανατολή.
Ομως, αντί να επικρατεί πολιτική υπευθυνότητα, αυτό που βλέπουμε σήμερα, όπως εξάλλου και χθες και προχθές, είναι περισσότερο εθνική ασυνεννοησία παρά εθνική συνεννόηση. Μια ασυνεννοησία που αγγίζει τα όρια της ανοησίας, έχοντας καταδικάσει τη χώρα μας σε μακροχρόνια οικονομική κρίση με δυσβάστακτες κοινωνικές επιπτώσεις και έχοντας αποδυναμώσει στο έπακρο την εθνική ομοψυχία, την πιο ισχυρή ασπίδα ενάντια σε κάθε ξένη επιβουλή.
Δυστυχώς, ως λαός, σε όλη τη μακροχρόνια ιστορία μας έχουμε διαπρέψει σε εθνικούς διχασμούς, με τραγικά συνήθως αποτελέσματα. Λίγες μόνο φορές επιδείξαμε εθνική ομοψυχία, και αυτές όταν αντιμετωπίζαμε ξένη εισβολή.
Ετσι και σήμερα, παρά τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και παρά τους εθνικούς κινδύνους, παραμένουμε για μία ακόμα φορά διχασμένοι, με ευθύνη πρωτίστως των κυβερνώντων. ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ επένδυσαν στο αντιμνημονιακό μένος για να αναρριχηθούν στην εξουσία, κυβέρνησαν διχάζοντας με το «εμείς ή αυτοί» και, όταν κατέρρευσαν οι αντιμνημονιακές απάτες και αυταπάτες, επιχείρησαν να συντηρήσουν τον διχασμό για να κρατηθούν στην εξουσία με την ανυπόστατη σκανδαλολογία, αλλά και αξιοποιώντας και αναπαράγοντας ένα φθαρμένο πολιτικό σύστημα που έχει διαμορφωθεί επί δεκαετίες με υλικά ενός καταγγελτικού δικομματισμού. Ευθύνες έχει όμως και η αξιωματική αντιπολίτευση, όχι μόνο για τα αντιμνημονιακά Ζάππεια Ι και ΙΙ, αλλά και γιατί έχει υιοθετήσει ως αντιπολιτευτική τακτική το «όχι σε όλα», στο πλαίσιο της αδιέξοδης λογικής του «φύγετε εσείς, να έρθουμε εμείς».
Αντίθετα, το Κίνημα Αλλαγής τώρα, αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν ως ΔΗΣΥ, προσπαθεί να προβάλει και να προωθήσει την πολιτική της εθνικής συνεννόησης. Ηταν η μόνη πολιτική δύναμη που διακήρυξε από την αρχή την ανάγκη εθνικής στρατηγικής για την έξοδο από την κρίση (πολιτική που εφάρμοσαν με επιτυχία τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη τα οποία τέθηκαν σε καθεστώς μνημονίου) και είναι η μόνη πολιτική δύναμη που προτείνει την εθνική συνεννόηση σε 12 κρίσιμα ζητήματα, όπως τα διατύπωσε η Φώφη Γεννηματά στο πρόσφατο ιδρυτικό συνέδριο, μεταξύ των οποίων οι αναγκαίες αλλαγές στην οικονομία, στο κράτος, στην Παιδεία κ.α.
Η αναγκαία εθνική συνεννόηση δεν μπορεί να υλοποιηθεί προς το παρόν, γιατί οι κυβερνώντες και η αξιωματική αντιπολίτευση προτιμούν να εξυπηρετήσουν τα κομματικά τους συμφέροντα επενδύοντας στην πόλωση. Αλλά και στο ίδιο το ΚΙΝΑΛ υπάρχουν εστίες αντίστασης. Αλλοι γιατί ο λαϊκισμός, οι καθεστωτικές αντιλήψεις και (πρόσφατα) η σκανδαλώδης σκανδαλολογία των κυβερνώντων έχουν τροφοδοτήσει έναν έντονο ρεβανσισμό, άλλοι γιατί επιμένουν σε ένα παρωχημένο αντιδεξιό σύνδρομο και άλλοι γιατί κακώς εκλαμβάνουν κάθε είδους συνεννόηση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ως δείγμα υποταγής σε αυτές ή, στην καλύτερη περίπτωση, μελλοντικής κυβερνητικής στήριξής τους. Αντιπαραθέτοντας όμως στην αποκατάσταση της κανονικότητας τον ρεβανσισμό και συγχέοντας την εθνική συνεννόηση με κυβερνητικές συνεργασίες αποδυναμώνουν την κεντρική πολιτική επιλογή του ΚΙΝΑΛ να ενώσει αντί να διχάσει τους Ελληνες σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία.
Για να μπορέσουν ωστόσο να καμφθούν οι αντιστάσεις, θα πρέπει να επιταχυνθούν τα βήματα της πολιτικής και οργανωτικής ενοποίησης του ΚΙΝΑΛ, προκειμένου, μέσα από συλλογικές και δημοκρατικές διαδικασίες, να διευρύνει την επιρροή του στην κοινωνία και να ενισχύσει την αποδοχή των επιλογών του.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής, μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του Κινήματος Αλλαγής.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ