Εξαρση εγκληματικότητας, αγριότητα των εγκληματικών πράξεων, αυτοδικίες ή υπερβάσεις των ορίων άμυνας, κάποτε από πανικό, άλλοτε όμως από τιμωρητική διάθεση που εκδηλώνουν τα θύματα, απώλεια του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών (συνέπεια ή όχι των αθρόων αποφυλακίσεων επί ΣΥΡΙΖΑ), όλα αυτά έχουν φέρει μετ’ επιτάσεως στην επικαιρότητα το ζήτημα της δικαιοσύνης: αφενός μεν της ποιότητας και ταχύτητας απονομής –και –της ποινικής δικαιοσύνης, αφετέρου δε την αντιεγκληματική/σωφρονιστική πολιτική του κράτους.
Για την ποιότητα της απονεμόμενης δικαιοσύνης θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί αναπροσδιορισμό των κριτηρίων πρόσληψης των δικαστικών λειτουργών. Π.χ. υποχρεωτικά μεταπτυχιακά στην εγκληματολογία ή/και στο ποινικό δίκαιο, διαπιστωμένες γνώσεις ψυχολογίας (όπως και για τους αστικούς δικαστές –κάποτε, μάλιστα, πρέπει να διαχωριστούν οι δύο κατηγορίες –είναι σκόπιμο να απαιτούνται γνώσεις και οικονομίας), ουσιαστικότερη αξιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, πέραν της αναιρετικής διαδικασίας, από ειδικό σώμα αξιολογητών, π.χ. πρώην εισαγγελέων του ΑΠ, με την αξιολόγησή τους να επηρεάζει την εξέλιξη των ποινικών δικαστών κ.λπ.
Για, δε, την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης οι σκέψεις είναι:
Εν πρώτοις, το λεγόμενο plea bargaining, η δυνατότητα δηλαδή της διωκτικής αρχής να αποσύρει κάποιες από τις κατηγορίες, έναντι αποδοχής από τον κατηγορούμενο της ενοχής του για άλλες, με βάση δε τα εγκλήματα που γίνονται αποδεκτά να προσδιορίζεται ο καταλογισμός της ποινής. Ισως όχι η ηθικότερη μέθοδος, αλλά είναι μια κάποια λύση…
Κατά δεύτερον, η τελεσιδικία από τον πρώτο βαθμό κρίσης –όχι το αμετάκλητο –ποινών μικρής σχετικά ποινικής απαξίας, εφόσον η απόφαση τριμελούς δικαστηρίου είναι ομόφωνη, συναινούντος και του εισαγγελέα έδρας.
Τρίτον, η επαναφορά της καταργηθείσης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ρύθμισης –που είχε μειώσει το 2015 κατά 90% τις αναβολές -, σύμφωνα προς την οποία η αναβάλλουσα σύνθεση υπεχρεούτο η ίδια να εκδικάσει την πράξη. (Αυτό αποδεικνύει πως το 90% των περιπτώσεων είναι αναβολές φυγοπονίας ή φόβου των δικαστών.)
Τέταρτον, δε, η ουσιαστική συνεκτίμηση του αριθμού των αναβολών –όταν δεν είναι για συλλογή κρεισσόνων αποδείξεων, οπότε συνδέονται με την ποιότητα της απονεμόμενης δικαιοσύνης –με την προαγωγή των δικαστών.
Τέλος, όσον αφορά τη σωφρονιστική πολιτική του κράτους, επιχείρημα, και του νόμου Παρασκευοπούλου, που οδήγησε σε μαζική αδιάκριτη αποφυλάκιση πάμπολλων εγκληματιών, αλλά και της συνεχούς εξύψωσης –από την εποχή του Β. Βενιζέλου νομίζω –του ορίου του εξαγοράσιμου των ποινών, είναι η αποσυμφόρηση των φυλακών, λόγω της ανεπάρκειας καταστημάτων εγκλεισμού/«σωφρονισμού», καθώς και λόγω έλλειψης κονδυλίων για κατασκευή και στελέχωση νέων.
Ως προς αυτό θα μπορούσε, ενδεχομένως, να συζητηθεί η παρακάτω σκέψη: Παράλληλα με το ύψος της ποινής, που προσδιορίζεται από την ποινική απαξία της πράξης, να υποχρεούνται τα δικαστήρια να κατατάσσουν τον καταδικαζόμενο σε κάποιον βαθμό κοινωνικής επικινδυνότητας. Να προβλέπεται, δε, πως για κατάδικους χαμηλής κοινωνικής επικινδυνότητας μπορεί να υπάρχουν, μετά από κάποιο σημείο, εναλλακτικοί τρόποι έκτισης της ποινής. Π.χ. να επιτρέπεται σε έναν τραπεζοϋπάλληλο, που καταδικάστηκε σε πολύχρονη κάθειρξη για υπεξαίρεση, ή σε έναν ισοβίτη καταχραστή δημοσίου χρήματος ή σε έναν καπετάνιο που προκάλεσε πολύνεκρο ναυάγιο ή ρύπανε τις ακτές κ.λπ., να εκτίει, δαπάναις του, το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του σε ένα πολύ μικρό νησί της άγονης γραμμής, εφόσον συναινεί η τοπική κοινωνία (κάτι πιθανότατο, γιατί θα νοικιάζεται ένα δωμάτιο, θα τρώει στο ταβερνάκι κ.ο.κ.). Τέτοια αντιμετώπιση, αντίθετα, είναι αδιανόητη για εξαιρετικά βίαιους εγκληματίες, ληστές, βιαστές, έστω και αν δεν προβλέπεται κάθειρξη για τους τελευταίους άνω της δεκαετίας, κ.ο.κ.
Εν κατακλείδι θα μπορούσε κανείς να πει πως για πολλά ζητήματα –και –της δικαιοσύνης, καθώς και του σωφρονισμού, ο συνδυασμός πολιτικής βούλησης και πρωτότυπης σκέψης είναι, ίσως, χρησιμότερος από ύπαρξη κονδυλίων ή την πληθωριστική παραγωγή φύσει ανεφάρμοστων νόμων…
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ