Το 2018, όπως όλα δείχνουν, αναμένεται νέο ρεκόρ για τον τουρισμό. Εκτός απροόπτου, θα είναι η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που η «βαριά» βιομηχανία της χώρας θα καταγράψει ρεκόρ αφίξεων και εισπράξεων. «Ουάου» θα αναφωνούσε εύκολα κάποιος. Ομως, μια αναλυτική ματιά στους αριθμούς αρκεί για να αλλάξει γνώμη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, το 2017 οι τουρίστες αυξήθηκαν κατά περίπου 10% σε σχέση με το 2016, σε 27,2 εκατ. Αντίστοιχα, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνισαν αύξηση κατά 10,5% και διαμορφώθηκαν στα 14,6 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η άνοδος της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι ήταν εξαιρετικά αναιμική, καθώς ανήλθε μόλις σε 1,4%.
Την αδυναμία να προσελκύσουμε τουρίστες με «γερά πορτοφόλια» ήρθε να αναδείξει την περασμένη εβδομάδα μελέτη του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, σύμφωνα με την οποία, ενώ η Ελλάδα είναι μία από τις τέσσερις σημαντικότερες τουριστικές χώρες στη Μεσόγειο, πίσω από την Ισπανία και την Ιταλία και μαζί με την Τουρκία, συγκεντρώνοντας περίπου το 15% των τουριστών που επισκέπτονται τις 20 μεσογειακές χώρες, προσελκύει μόλις το 8% των «τουριστών πολυτελείας».
Και ως τέτοιοι λογίζονται εκείνοι που ξοδεύουν περισσότερα από 750 ευρώ ανά διανυκτέρευση και ανά άτομο για τρεις διανυκτερεύσεις ή πάνω από 500 ευρώ ανά διανυκτέρευση και ανά άτομο για διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων διανυκτερεύσεων. Δηλαδή, κατά μέσον όρο, οι τουρίστες αυτοί ξοδεύουν την ημέρα περισσότερα από ό,τι οι υπόλοιποι για το σύνολο της παραμονής τους! Διότι η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη κυμαίνεται περί τα 500 ευρώ.
Το ερώτημα είναι γιατί οι «τουρίστες πολυτελείας» δεν έρχονται στην Ελλάδα. Φυσικά διότι δεν υπάρχει το κατάλληλο προϊόν (υποδομές, υπηρεσίες κ.λπ.) και η ανάλογη προώθησή του. Μπορεί όλοι να συμφωνούμε ότι ζούμε «στην ομορφότερη χώρα του κόσμου», ότι έχουμε το καλύτερο κλίμα, παραλίες, θάλασσες, προϊόντα κ.λπ., όμως δεν μπορούμε να διαχειριστούμε όλον αυτόν τον φυσικό πλούτο με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκομίσουμε τα περισσότερα οφέλη για την οικονομία και τη χώρα.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα παραμένει ο φτωχός συγγενής της Ευρώπης. Διότι, παρά τη συνεχή άνοδο του αριθμού των τουριστών για την οποία πανηγυρίζουμε και παρά τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος στην Ευρώπη, το οποίο θα έπρεπε να μας είχε συμπαρασύρει, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας μάς κατατάσσουν στην τελευταία θέση στην ΕΕ. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το 2017 η ανάπτυξη στην Ελλάδα ήταν η χαμηλότερη στην ευρωζώνη, μόλις 1,4%, έναντι 2,43% που ήταν ο μέσος όρος.
Και αυτό δεν έχει να κάνει με την κρίση. Η κρίση είναι η δικαιολογία. Διότι δεν νοείται κρίση να κρατάει οκτώ χρόνια και βάλε. Η κρίση διαρκεί δύο-τρία χρόνια και μετά η οικονομία προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και προχωρεί. Οπως συνέβη σε Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρο. Χώρες που μπήκαν σε μνημόνια βγήκαν από αυτά και τώρα αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς. Σε μας πρόκειται για μια παγιωμένη κατάσταση, η οποία αντανακλά τις εγγενείς αδυναμίες και στρεβλώσεις της οικονομίας και της κυρίαρχης νοοτροπίας να μην θέλουμε να αλλάξουμε.
Ο τουρισμός αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Τα βασικά συστατικά της επιτυχίας υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η αδυναμία να τα εκμεταλλευτούμε εξαιτίας της έλλειψης στρατηγικής, οργάνωσης, σχεδιασμού και συστηματικής υλοποίησης των στόχων. Και εκεί είναι που πρέπει να εστιάσουμε, όχι μόνο στον τουρισμό και στην οικονομία, αλλά από την παιδεία και την κοινωνία, μέχρι τα εθνικά θέματα και την εξωτερική πολιτική.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ