Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα η επιστημονική κοινότητα της εποχής παρακολούθησε μια μεγάλη διαμάχη με πρωταγωνιστές τον ιταλό ανατόμο Καμίλο Γκόλτζι (Camillo Golgi, 1843-1926) και τον ισπανό συνάδελφό του Ραμόν ι Καχάλ (Ramon y Cajal, 1852-1934). O Γκόλτζι είχε αναπτύξει μια μέθοδο με την οποία πετύχαινε καλύτερη χρώση του νευρικού ιστού και από τις μελέτες του είχε συμπεράνει ότι τα νευρικά κύτταρα μοιράζονταν το περιεχόμενό τους –ήταν κατά κάποιον τρόπο συγκοινωνούντα δοχεία. Την τεχνική του Γκόλτζι, που χρησιμοποιούσε άργυρο για να βάψει τα κύτταρα, αξιοποίησε και βελτίωσε ο Καχάλ. Ωστόσο, από τις δικές του παρατηρήσεις κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα νευρικά κύτταρα ήταν ανατομικές και λειτουργικές μονάδες (που όχι απλώς δεν μοιράζονταν το περιεχόμενό τους, αλλά ούτε καν έρχονταν σε άμεση επαφή το ένα με το άλλο).
Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Καχάλ επιβεβαιώθηκε. Ωστόσο, δικαίως και οι δύο μοιράστηκαν το Νομπέλ Ιατρικής του 1906 καθώς με τα ευρήματά τους έθεσαν τις βάσεις της σύγχρονης νευροβιολογίας. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη φορά που ένα βραβείο Νομπέλ μοιραζόταν.
Σε αυτή τη μακρά παράδοση γόνιμης αντιπαράθεσης μεταξύ συναδέλφων εντάσσεται και η διεθνής διημερίδα που διοργανώθηκε στα τέλη Μαρτίου από την ελληνική κοινότητα των νευροεπιστημόνων και η οποία είχε στόχο να διερευνήσει τα της μνήμης. Το εύρος και το βάθος των θεμάτων που συζητήθηκαν θα ήταν αδύνατο να καλυφθεί δημοσιογραφικά στο σύνολό τους. Ζητήσαμε ωστόσο από τους δύο διοργανωτές Ανδρέα Παπανικολάου και Ιωάννη Ευδοκιμίδη, ομότιμους καθηγητές των Πανεπιστημίων Τενεσί και Αθηνών αντίστοιχα, να αναπτύξουν για τους αναγνώστες του ΒΗΜΑ-Science τα θέματα με τα οποία συνεισέφεραν στη συζήτηση.
Οπως θα αντιληφθείτε διαβάζοντας τις επόμενες σελίδες, οι δύο διακεκριμμένοι καθηγητές δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η σημερινή αντίληψή μας για τον χώρο δεν ταυτίζεται με αυτήν που είχαμε ως παιδιά, ο κ. Ευδοκιμίδης χρησιμοποιεί εκφράσεις (όπως «ανασυρθεί» ή «διατηρηθεί») που υποδηλώνουν ότι αποδέχεται την επικρατούσα άποψη ότι κάπου στον εγκέφαλό μας έχουμε αποθηκεύσει και ανασύρουμε εικόνες και αναμνήσεις.
Τη ριζοσπαστική ιδέα ότι ο εγκέφαλός μας δεν είναι αποθήκη αναμνήσεων υιοθετεί ο κ. Παπανικολάου, δίνοντας μια άλλη οπτική στη λειτουργία του πολυπλοκότερου οργάνου μας: στον εγκέφαλο «φιλοξενούνται» μηχανισμοί ανάλυσης εξωτερικών αισθητικών σημάτων (αλλά και εσωτερικών σημάτων) και όχι μνημονικά κυκλώματα, λέει.
Το ποιος θα δικαιωθεί στο μέλλον έχει στην πραγματικότητα μικρή σημασία. Οπως γνωρίζουν καλά όσοι υπηρετούν την επιστήμη, στόχος είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Οχι της μίας και μοναδικής αλήθειας, αλλά των μικρών επιμέρους αληθειών που μας επιτρέπουν κάποια στιγμή να φτιάξουμε τη γενική εικόνα. (Εξάλλου, το λέει και η λέξη η οποία παράγεται από το στερητικό «α» και το ρήμα «λήθω» που θα πει «λανθάνω», «μου διαφεύγει».) Υπό αυτή την έννοια, οι δύο επιστήμονες επιβεβαιώνουν απολύτως τον ρόλο τους: βασίζονται στα δεδομένα (σε αυτά που δεν πρέπει να μας διαφύγουν) και προτείνοντας τη μεγάλη εικόνα γονιμοποιούν το έδαφος για περαιτέρω αναζήτηση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ