Από μικρό παιδί, όταν άκουγα τα Ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης, ένιωθα συμπάθεια για τον αντιπαθέστερο ληστή. Οχι εκείνον που είπε το περίφημο «Μνήσθητί μου Κύριε…», αλλά τον άλλον που «εβλασφήμει… λέγων: ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς».
Αυτόν δεν τον πήρε μαζί του ο Ιησούς στον Παράδεισο, όπως τον πιο θεοφοβούμενο ομότεχνό του («…σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω»). Τότε έβρισκα άδικη αυτή την προτίμηση. Γιατί να μην αξιωθεί κι ο άλλος αμαρτωλός τη σωτηρία; Εστω κι αν είχε «βλασφημήσει». (Πού; Πώς; Κι αυτό μου φαινόταν ασαφές.)
Δεν ξέρω πόσο καλά θυμόσαστε τη σκηνή (Λουκ. κγ’ 39-44): Στον «Κρανίου Τόπον» σταυρώνεται ο Ιησούς, μαζί του και οι δύο «κακούργοι». «Ον μεν εκ δεξιών ον δε εξ αριστερών». Ο πρώτος κάνει τη βλάσφημη ερώτηση. Ο δεύτερος τον επιπλήττει: «Ουδέ φοβεί συ τον Θεόν;…». Εμείς, συνεχίζει, δίκαια τιμωρούμεθα, «ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξε». Και, στρεφόμενος προς τον Ιησού: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου».
Τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια, μπόρεσα να εντοπίσω τη δυσφορία μου. Ο «βλάσφημος» ληστής, με την ωμή, πραγματιστική απορία του, εκφράζει κάτι πολύ ανθρώπινο: τον ορθό λόγο. Τιμωρείται επειδή σκέπτεται λογικά –με τον τρόπο δηλαδή που είμαστε προγραμματισμένοι να λογιζόμαστε.
Γιατί, όσο κι αν φαίνεται αφελής η ερώτησή του, δεν παύει να είναι ακλόνητα λογική. Δεν αρνήθηκε, ούτε καν αμφισβήτησε τη θεότητα του Ιησού. Την έθεσε σε απορητική δοκιμασία. (Αν…) Η βλασφημία του ήταν ότι δεν μπόρεσε να δεχθεί ως δεδομένο το απίθανο –το ότι σταυρώνεται δίπλα του ο… Υιός του Θεού!
Αν μάλιστα προεκτείνει κανείς περισσότερο την απορία του ληστή, μπορεί να περιλάβει όλο το «παράδοξο» (που θα έλεγε ο Kierkergaard) ή το «παράλογο» (absurdum, Τερτουλλιανός) του Χριστιανισμού. Γιατί ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός έπρεπε να διαλέξει ένα τόσο έμμεσο, περίπλοκο (και παράξενο!) δρόμο για τη λύτρωση του ανθρώπου;
Ενανθρώπιση, Σταύρωση, Ανάσταση –τόσα θαύματα παρά την λογικήν –κι ακόμα ο πόνος κι η οδύνη περισσεύουν!
Βέβαια ο ληστής, αν ήταν διανοούμενος, θα μπορούσε να πει με τον Τερτουλλιανό: «δύναμαι να το πιστέψω, επειδή είναι ανόητο (quia ineptum est)» ή «το θεωρώ σίγουρο διότι είναι αδύνατο (quod impossibile est)». Μη ων σοφός, είπε αυτό που θα έλεγε κάθε άνθρωπος, ακολουθώντας τους νόμους της σκέψης. Είπε (κι αυτό μέσα στον πόνο, στο μαρτύριό του): «Αν είσαι ο εκλεκτός, τότε σώσε τον εαυτό σου και μας». Και για αυτή του τη σκέψη δεν αξιώθηκε τον Παράδεισο.
Ισως ξενίζει που ονομάζω αυτόν τον άξεστο άνθρωπο ορθολογιστή. Ομως η πρόταση «αν… τότε» βρίσκεται στη βάση κάθε ανθρώπινης συλλογιστικής και επιστήμης. Η (όποια) θεωρία ξεκινάει με μία υπόθεση (αν) και ολοκληρώνεται με κάποια δοκιμή (τότε). Ο ληστής, όπως κι ο άλλος ορθολογιστής, ο Θωμάς, γύρευε κάποια απόδειξη. (Αν και, μέσα στο μαρτύριό του, μπορεί ακόμα περισσότερο να ζητούσε μια σωτηρία.)
Θαυμάζω αυτούς που, σαν τον καλό ληστή, πιστεύουν στο απίθανο χωρίς αποδείξεις. Αλλά, φυσικά, συμπαθώ όσους μου μοιάζουν. Σαν τον «κακό» ληστή. Φοβάμαι πως, στη θέση του, τα ίδια θα έλεγα (αν τα κατάφερνα να μιλήσω. Δεν αντέχω τον πόνο.) Εστω, θα τα σκεφτόμουνα. Και θα έχανα τον Παράδεισο.
Κι ας μην σκεφθεί κανείς πως δεν εκτιμώ το κήρυγμα της Αγάπης. Ισα-ίσα, που είμαι φανατικός οπαδός της. Ακριβώς επειδή υπάρχει ο πόνος στον κόσμο κι επειδή είναι παράλογος (κι ο πόνος κι ο κόσμος) η αγάπη είναι η μόνη καταφυγή.
Και γι’ αυτό (επειδή πιστεύω στην αγάπη) τρέφω ακόμα την παλιά παιδική μου πεποίθηση. Πως ο Χριστός, αφού τέλειωσαν όλα, θα ξαναθυμήθηκε και τον «κακό» ληστή. Και θα τον φώναξε κοντά του, στον Παράδεισο.
(Βήμα 4.5.1986 –μικρές περικοπές).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ