Παρότι η κατηγορία για «εγκληματική οργάνωση στο ποδόσφαιρο» κατέρρευσε και ο Βαγγέλης Μαρινάκης και τυπικά δεν είναι πλέον υπόδικος για αυτό το ζήτημα, εντούτοις ούτε ένας από την πλευρά της κυβέρνησης δεν έχει σκεφτεί ότι πρέπει κάπως να ανακαλέσει κάποια από τις πολυάριθμες δηλώσεις περί υπόδικων που είχαν κάνει.
Είχε φτάσει να είναι η αγαπημένη κυβερνητική επωδός στις ομιλίες στη Βουλή, ιδίως όταν κορυφωνόταν η αντιπαράθεση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη: και εσείς που έχετε σχέση και κουμπαριά με τον υπόδικο Μαρινάκη.
Υπόδικος ήταν ο Μαρινάκης για την υπόθεση της διαβόητης «εγκληματικής οργάνωσης στο ποδόσφαιρο». Όταν επομένως μίλαγαν οι υπουργοί της κυβέρνησης για αυτή την υπόθεση μίλαγαν.
Για τα «στημένα» μίλαγε ο Σταύρος Κοντονής όταν «κύκλοι» του μίλαγαν για «τον υπόδικο ιδιοκτήτη και φίλο και της οικογένειας Μητσοτακης». Αυτή την υπόθεση είχε στο νου ο – δικηγόρος το επάγγελμα – κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος όταν δήλωνε για τον Μαρινάκη: «Είναι υπόδικος και επιχειρεί να βάλει μπροστά τον κόσμο του Ολυμπιακού για να προστατεύσει τον εαυτό του. Πιθανόν ούτε για τον ίδιο να είναι θετικό το να προσπαθεί να ταυτίσει τόσο στενά τον κόσμο του Ολυμπιακού με τη Ν.Δ και τον συγγενή του, κ. Μητσοτάκη». Αλλά σε αυτή την υπόθεση στηριζόταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός για επιτίθεται στον πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη υποστηρίζοντας ότι: «Η σημερινή κυβέρνηση ούτε επιχειρηματικά συμφέροντα εξυπηρετεί, ούτε συνδιαλέγεται εν κρυπτώ. Αν, ωστόσο, η ΝΔ και ο κος Μητσοτάκης δεν αντέχουν καμία διαφορετική φωνή, έχοντας συνηθίσει όλα τα ΜΜΕ να παίζουν στο δικό τους το χαβά, δεν έχουν παρά να ζητήσουν από τον κουμπάρο τους και υπόδικο κο Μαρινάκη, που έχει ήδη αγοράσει περίπου επτά εφημερίδες να αγοράσει για χάρη τους άλλες τόσες».
Είναι περιττό να προσθέσουμε στα παραπάνω παραδείγματα τις δεκάδες σχετικές δηλώσεις και αναρτήσεις στο twitter που έχει κάνει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, ο οποίος όχι μόνο αντιμετώπιζε… ανέκαθεν ως εγκληματία τον Μαρινάκη, αλλά και πάντα συμπλήρωνε τις αναφορές του σε υπόδικο με αναφορές στο ποδόσφαιρο.
Το να προσπερνάγαμε απλώς ως κομμάτι της πολιτικής πολεμικής και του κομματικού ανταγωνισμού αυτές τις αναφορές θα σήμαινε ότι χάναμε την ουσία.
Είναι άλλο πράγμα ο πολιτικός χαρακτηρισμός, η πολιτική συμπάθεια ή αντιπάθεια, η χρήση οξυμμένων φράσεων και διατυπώσεων συμφωνίας ή διαφωνίας με συγκεκριμένες πολιτικές και με συγκεκριμένους πολιτικούς. Και είναι άλλο πράγμα να χαρακτηρίζεις κάποιον υπόδικο, δηλαδή να του χρεώνεις εμπλοκή σε εγκληματικές ενέργειες, και παράλληλα να κατηγορείς άλλους ότι έχουν σχέση περίπου με έναν εγκληματία. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για μια πρακτική με πολύ μεγάλη και ηθική και πολιτική απαξία και άρα κανείς πρέπει να είναι προσεκτικός εάν πρόκειται να περάσει σε τέτοιους χαρακτηρισμούς.
Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η απλή αναφορά σε υπόδικο όταν γίνεται από πρωθυπουργό και δη από βήματος Βουλής, στην κοινωνία περνά όχι ως υποψία αλλά ως βεβαιότητα και αυτό σημαίνει ακόμη πιο σκληρούς χαρακτηρισμούς π.χ. στη δημόσια σφαίρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και διαμόρφωση μιας κοινής γνώμης που σπεύδει να εκδώσει προκαταβολική καταδίκη.
Και εδώ ερχόμαστε ξανά στην ουσία. Όλες οι παραπάνω δηλώσεις, όλες οι δεκάδες αναφορές σε υπόδικο Μαρινάκη, όλα τα πολιτικά συμπεράσματα που εξήχθησαν από την προηγούμενη εμπλοκή του στην υπόθεση της διαβόητης «εγκληματικής οργάνωσης», σήμερα απλώς δεν ισχύουν. Σήμερα αποδεικνύονται χωρίς αντικείμενο. Σήμερα διαψεύδονται. Αν υπήρχε τρόπος, με τυπικούς όρους θα πρέπει να διαγραφεί η λέξη «υπόδικος» από τις παραπάνω δηλώσεις. Μόνο που τότε οι δηλώσεις αυτές απλώς δεν θα έβγαζαν νόημα, θα έχαναν την όποια ουσία είχαν και την όποια αξία ως εργαλεία πολιτικής πολεμικής.
Το χειρότερο είναι ότι όλα δείχνουν ότι για άλλη μια φορά όχι μόνο δεν θα δούμε κάποια ανασκευή προηγούμενων δηλώσεων, αλλά μάλλον την επανάληψη του ίδιου έργου με ακόμη πιο εμφατικό και μεθοδευμένο τρόπο.
Γιατί έχει γίνει σαφές ότι δεν μιλάμε πλέον όντως για ποινική διερεύνηση υποθέσεων, ούτε καν για προσπάθεια να στηθούν «σκευωρίες» με τον τρόπο που κάποτε συνηθίζαμε να το αντιλαμβανόμαστε.
Αυτό που έχουμε είναι μια πραγματική βιομηχανία παραγωγής ποινικών διώξεων, «τραβηγμένων από τα μαλλιά», χωρίς στοιχεία, χωρίς τεκμηρίωση, χωρίς καταθέσεις, με βάση τον υπερβάλλοντα ζήλο συγκεκριμένων εισαγγελέων και χωρίς πραγματική πιθανότητα να περάσουν ακόμη και τη φάση του Συμβουλίου Εφετών, συνταγμένων με μοναδικό κριτήριο να λειτουργήσουν ως εργαλεία για να μοιράζονται «ρετσινιές» σε όσους επιλέγονται είτε ως πολιτικοί αντίπαλοι είτε ως βολικοί φίλοι πολιτικών αντιπάλων.
Πρόκειται για έναν κυνικό υπολογισμό που ενώ γνωρίζει ότι στο τέλος οι υποθέσεις αυτές θα καταρρεύσουν και οι σημερινοί διωκόμενοι θα απαλλαγούν πανηγυρικά, σπεύδει να ξεχάσει ακόμη και αυτό το «τεκμήριο αθωότητας», για να προσανατολίσει την κοινή γνώμη σε μια κανιβαλική παραγωγή εκ των προτέρων καταδικών και στην πραγματικότητα δηλητηριάζει τη δημόσια σφαίρα.
Όμως, αυτό που δεν υπολογίζουν τα στελέχη της κυβέρνησης Τσίπρα, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του πρωθυπουργού, είναι ότι η διαρκής υπόδειξη «ενόχων», χωρίς αποδείξεις και χωρίς ενοχή, μπορεί να φαντάζει ότι κερδίζει πόντους στην κομματική αντιπαράθεση, αλλά τελικά απλώς επιτείνει και συντηρεί τη διάχυτη δυστυχώς στην κοινή γνώμη αντίληψη ότι όλοι είναι ανήθικοι, διεφθαρμένοι και μπλεγμένοι σε εγκληματικές οργανώσεις. Αυτή η «διάχυτη» αντίληψη δεν θέλει πολύ για να συμπεριλάβει και τους πολιτικούς στο σύνολό τους, χωρίς διακρίσεις «αριστεράς» και «δεξιάς». Κοντολογίς μια αντίληψη που στο τέλος μόνο την ακροδεξιά και τη ρητορικής της εξυπηρετεί και την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αργά ή γρήγορα θα δει να στρέφεται και εναντίον του.
in.gr