Δεν είναι περίεργο που τα τελευταία χρόνια κυρίως στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής επανέρχεται σε ευρεία χρήση ο όρος «κακιστοκρατία» (kakistocracy), δηλαδή η έννοια που δηλώνει τη διακυβέρνηση μιας χώρας από τους χειρότερους πολίτες και γενικότερα χαρακτηρίζει το είδος αυτό διοίκησης όπου επικυριαρχούν οι ανάξιοι και οι ανίκανοι με τα αποχρώντως αναμενόμενα καταστροφικά αποτελέσματα για το κοινωνικό σύνολο. Αξίζει μάλιστα να τονιστεί ότι ο εν λόγω εύστοχος όρος –προδήλως ως επιτατικότερη και στηλιτευτικότερη εκδοχή της μετριοκρατίας ή αναξιοκρατίας –έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί από αρκετούς πολιτικούς αναλυτές εξίσου επικριτικά και σκωπτικά εις βάρος των δύο τελευταίων, διαμετρικά διαφορετικών μεταξύ τους, αμερικανών προέδρων! Ο όρος «κακιστοκρατία» ανάγει τις απαρχές του στην Αγγλία του 17ου αιώνα και αποτελεί προσφυές γλωσσικό επινόημα βρετανών λογίων κατά το πρότυπο των αρχαιοελληνικών όρων «αριστοκρατία» και «δημοκρατία» –όταν βεβαίως η αρχαιογνωσία και η αρχαιογλωσσία δέσποζαν ακόμη στο αγγλοσαξονικό εκπαιδευτικό σύστημα και άρα τέτοια εξεζητημένα λεκτικά συνθέματα ήταν αμέσως εύληπτα και αποδεκτά. Ο υπό συζήτηση ελληνογενής ξένος όρος έχει εισαχθεί ως ενδογενές γλωσσικό αντιδάνειο και στη νεοελληνική καθομιλουμένη, προκειμένου να χαρακτηριστούν διοικητικά συστήματα τα οποία περιέρχονται στα αδέξια και συχνά άκρως επικίνδυνα χέρια ανθρώπων αποδεδειγμένης ανεπάρκειας και δεδηλωμένης ευήθειας.
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται κάθε φορά κατά την οποία προβάλλει ένας τέτοιος εμφαντικά δηλωτικός όρος, με σκοπό αφενός να εκφράσει τη θλιβερή αναξιότητα των εκάστοτε κυβερνώντων και αφετέρου να προσεπικυρώσει το αυτόδηλο μιας αξιοθρήνητης κατάστασης πραγμάτων, είναι όντως για ποιους λόγους στο πλαίσιο μιας συγκροτημένης δημοκρατίας και ενός λειτουργικού κράτους δικαίου όχι μόνο συχνά επιπολάζουν και μάλιστα προωθούνται άσχετοι και ακατάλληλοι αξιωματούχοι αλλά συνάμα το ίδιο το εκλογικό σώμα αρέσκεται να προκρίνει επανειλημμένως ανθρώπους καταφανώς πολύ κατώτερους των περιστάσεων. Είναι αλήθεια ότι πλείστες καθ’ όλα πειστικές εξηγήσεις έχουν κατά καιρούς προταθεί όσον αφορά τις ποικίλες παθογένειες του δημοκρατικού συστήματος και στις ευμετάβλητες διαθέσεις της πλειονοψηφίας, η οποία δυστυχώς συχνότατα υφίσταται τα ολέθρια επακόλουθα αυτής της απύθμενης αβελτηρίας της: η διαβρωτική οικονομική ένδεια, που συσκοτίζει τον νουν των πολιτών και ακολούθως τους παρωθεί σε σπασμωδικές ή καμιά φορά και σε ακραίες κινήσεις διαμαρτυρίας και τραγελαφικά διαβήματα πανικού· η παραλυτική απογοήτευση από τη βάναυση και κυνική στάση της εκφυλισμένης καθεστηκυίας τάξης και της αυτιστικής πνευματικής ελίτ· οι ακαταμάχητα δελεαστικές υποσχέσεις δημοκόπων πολιτευτών, οι οποίοι δεν διστάζουν να θωπεύσουν τα κατώτερα ένστικτα του πλήθους για να αποκτήσουν υπουργήματα και τίτλους· η ανεξέλεγκτη φιλοχρηματία και ο επαίσχυντος αριβισμός μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, η οποία επιλέγει απερίσκεπτα να καταρρακώσει την ηθική της αξιοπρέπεια και να ποδοπατήσει κάθε έννοια φιλοπατρίας, προκειμένου να απολαύσει πολυτελή καταναλωτικά αγαθά και προκλητικές υλικές ανέσεις· ο ενστιγματικός συμπλεγματισμός και η αντανακλαστική εμπάθεια πολλών συνανθρώπων μας έναντι υποτιθέμενων σφόδρα αντίθετων προς αυτούς κοινωνικών τάξεων και κομματικών ομάδων.
Τέτοια και άλλα παρόμοια έχουν κατά καιρούς προβληθεί ως αποχρώσες αιτίες και εύλογες ερμηνείες για την ολωσδιόλου εκπλήσσουσα αναρρίχηση στην κλίμακα της εξουσίας ουτιδανών ατόμων –σκυβάλων κυριολεκτικά της κοινωνίας· και αυτό μάλιστα σε αντίθεση προς τις πολυάριθμες θεσμικώς κατοχυρωμένες εκλογικές δοκιμασίες και την ύπαρξη υποψηφίων ανεγνωρισμένης ικανότητας και αδιαμφισβήτητης ευυποληψίας. Υπάρχει ωστόσο ένα βαθύτερο αίτιο, αληθινή μάστιγα της σύγχρονης δημοκρατίας, που διευκολύνει την κατάληψη κάθε συστήματος διοίκησης από εντελώς ακατάλληλα ή καιροσκοπικά άτομα, τα οποία πλην των άλλων σε αρκετές περιπτώσεις στερούνται ακόμη και αυτής της ελάχιστης επίγνωσης της πραγματικότητας: η αδυναμία της συντριπτικής πλειοψηφίας να κατανοήσει ότι πυρηνικός άξονας της ευδόκιμης δημοκρατικής διακυβέρνησης είναι η αξιοκρατία. Δυστυχώς, ακόμη και σε χαλεπούς καιρούς, στη διάρκεια των οποίων επιτακτική προβάλλει η ανάγκη να στελεχωθούν οι διοικητικές θέσεις από φωτισμένους και συνετούς πολίτες, οι οποίοι διαθέτουν το απαιτούμενο σθένος να υπερβούν την αδιαλλαξία των άκρων, να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις δυσχερείς συγκυρίες και να εμπνεύσουν αισιοδοξία και ευψυχία στον λαό, παρατηρείται πεισματική πριμοδότηση των φαύλων και των αναξίων. Οφείλεται βεβαίως στο τεράστιο έλλειμμα παιδείας που στρεβλώνει τα εκλογικά κριτήρια του παραπλανημένου δήμου –οφείλεται όμως επίσης αφενός στους ακκισμούς και στις επιτηδεύσεις και αφετέρου στη φυγοπονία και στην ιδιοτέλεια μιας βαθύτατα υποκριτικής κοινωνίας, η οποία όχι μόνον περιάγεται σε αδικαιολόγητη αμηχανία κάθε φορά όπου καλείται να παραδώσει τα ηνία της εξουσίας στους άριστους πολίτες, αλλά επίσης είναι ζηλόφθονα φειδωλή σε ενθαρρυντικούς επαίνους για τους αδέκαστους και τους ικανούς.
Στη δημοκρατική πολιτεία οι πλείστοι των αρχόντων είναι αιρετοί. Ποιος επομένως είναι υπεύθυνος για τον ευτελισμό της δημοκρατίας και την προϊούσα μετάλλαξή της σε αποκρουστική κακιστοκρατία ή, επί το γλωσσικά δοκιμότερον ίσως, σε απεχθέστατη χειριστοκρατία; Εχουμε χρέος όλοι μας να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και τότε ίσως ανακαλύψουμε τον πραγματικό ένοχο.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ