Τελικά δεν χρειάζεται να ψάχνουμε τον πρωταθλητή. Είναι η ίδια η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Οχι, όμως, πρωταθλητής του ποδοσφαίρου, αλλά της παραδοξότητας και της παραφροσύνης. Από κυβερνητικά χείλη, και μάλιστα επί ποινή ποδοσφαιρικού Grexit, μάθαμε ότι είναι ανάγκη να διακοπεί το «πιο δίκαιο και πιο συναρπαστικό πρωτάθλημα» των τελευταίων χρόνων. Τώρα πώς γίνεται να διακοπεί, αντί με κάθε τρόπο να συνεχιστεί, ένα τόσο καλό πρωτάθλημα, μόνον ο Πρωθυπουργός και ο υφυπουργός Αθλητισμού το ξέρουν.
Ας δούμε ψύχραιμα τη φετινή πορεία του ελληνικού πρωταθλήματος. Οι φίλαθλοι δείχνουν παροιμιώδη αυτοσυγκράτηση. Η ΕΠΟ νομιμοποιήθηκε με πρόσφατες εκλογές. Η διαιτησία, υπό άμεση διεθνή παρακολούθηση, είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένη. Γιατί, λοιπόν, το μπλοκάρισμα;
Πιστεύω, χωρίς περιστροφές, ότι αυτό επήλθε εξαιτίας της κυβερνητικής εμπλοκής στον χώρο και των σαφών προτιμήσεών της. Η ουσία δεν βρίσκεται στο ποιες είναι αυτές, ως προς τα πρόσωπα και τα σωματεία. Βρίσκεται στο ότι η κυβέρνηση επέλεξε να εμπλακεί και να εκφράσει προτίμηση. Ετσι το αδιέξοδο ήταν προδιαγεγραμμένο, όποιος και να ήταν ο κυβερνητικός εκλεκτός.
Οταν, λοιπόν, ο ανταγωνισμός στο πρωτάθλημα έφθασε σε οριακό σημείο, βοηθούσης και της μπάλας που, κατά τη ρήση του Οσιμ «είναι πόρνη», η κυβέρνηση βρέθηκε σε αδιέξοδο, παγιδευμένη από τις επιλογές και τις παρεμβάσεις της. «Εχασε κυριολεκτικά την μπάλα» και, παραζαλισμένη, αποφάσισε τη διακοπή του πρωταθλήματος. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες της στους ιδιοκτήτες των ομάδων, πιστεύοντας ότι αυτοί θα τις αποδεχτούν.
Ετσι, ενώ τώρα είναι η ώρα της να εγγυηθεί την αυστηρή τήρηση των νόμων από ομάδες και πρόσωπα, είναι απολύτως αδύναμη να το κάνει.
Τα πράγματα, λοιπόν, είναι καθαρά. Στο ποδόσφαιρο –και όχι μόνο –επικρατούν αυθαιρεσία και ανομία. Η κάθαρση και η εξυγίανση μπορούν να επέλθουν μόνο από την πολιτεία, την οποία, όμως, θα εκφράσει μια κυβέρνηση θεσμικής εμπιστοσύνης. Αυτό προϋποθέτει μια κυβέρνηση αυτόνομη και εγγυήτρια της εφαρμογής των νόμων. Οι μεγαλοπαράγοντες και οι ομάδες δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουν, πολύ περισσότερο εάν πιστεύουν ότι η εκάστοτε κυβέρνηση έχει προτιμήσεις. Στο πρώτο πέναλτι ή στο κρίσιμο οφσάιντ θα αρχίσουν οι τσακωμοί. Αλλωστε, το μεγάλο έπαθλο των 20 εκατ. ευρώ του Τσάμπιονς Λιγκ είναι μόνο για έναν.
Αυτό που απομένει είναι η απαρέγκλιτη εφαρμογή της νομιμότητας μέχρις ότου εξαλειφθούν η παραβατικότητα και η παρανομία. Οταν αυτές ηττηθούν συντριπτικά, τότε θα καθίσουν όλοι γύρω από το ίδιο τραπέζι να συζητήσουν ουσιαστικά για την προαγωγή του αθλήματος. Με την πολιτική εξουσία αμερόληπτη και τους αθλητικούς θεσμούς ισότιμους, όπου οι τίτλοι θα κρίνονται από την υπεροχή των ομάδων και την τύχη του παιχνιδιού. Αυτό προϋποθέτει την αυτονόμηση και τον εγγυητικό ρόλο της κυβέρνησης στην εφαρμογή της νομιμότητας. Μια κυβέρνηση μπλεγμένη με εκλεκτικές συγγένειες και προτιμήσεις για αλλότριους σκοπούς είναι κυβέρνηση που «καίγεται».
Δυστυχώς, τα χαρακτηριστικά της αυτονομίας και του εγγυητικού ρόλου δεν υπάρχουν στη σημερινή κυβέρνηση. Θα έλεγα το αντίθετο. Στην πράξη, η άποψη ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία» καθοδηγεί τη συμπεριφορά της. Πιστεύει ότι τα προβλήματα δεν υπάρχουν τόσο για να λυθούν όσο για να χρησιμοποιηθούν –είτε για δικό της όφελος είτε για να πληγούν οι αντίπαλοι. Αντίστοιχα, οι θεσμοί δεν υπάρχουν τόσο για να λειτουργήσουν όσο για να καταληφθούν ή να υποταγούν.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πιστεύει ότι χρειάζεται επειγόντως μια «άλλη», δική της Δικαιοσύνη, κάποια «άλλα» δικά της ΜΜΕ, τελικά μια «άλλη» δική της διαπλοκή. Ετσι θεωρεί ότι θα κατακτήσει την πολυπόθητη εξουσία, δηλαδή θα μετατραπεί σε στέρεο καθεστώς. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται με το Σκοπιανό –όχι για να το λύσει, αλλά για να διασπάσει την αντιπολίτευση, να αλλάξει κυβερνητικό σύμμαχο αν χρειαστεί, να ξεφορτωθεί στα γρήγορα την επόμενη κυβέρνηση μέσα από μια «δεξιά παρένθεση» και γρήγορα να επιστρέψει εδώ όπου βρίσκεται τώρα. Στη θαλπωρή και στις απολαύσεις της εξουσίας. Κι όλα αυτά μέσα από τη συστηματική προώθηση του πολιτικού διχασμού, τη στιγμή που το έθνος βιώνει μια υπαρξιακή αγωνία.
Η αριστερή διακυβέρνηση, αγνοώντας την ανάγκη υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος, υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας, την εθνική ασφάλεια και την προοπτική για την οικονομική ανόρθωση. Η αποτυχία της είναι καθολική. Οσο συνεχίζεται η θητεία της, η ελπίδα να δούμε κάτι καλύτερο στο ποδόσφαιρο είναι μηδαμινή. Αυτό θα το ξεπεράσουμε. Ομως, όσο κυβερνά είναι απίθανο να σταματήσει ο κατήφορος της παρακμής, με πιθανό ενδεχόμενο ένα ανυπολόγιστο εθνικό κόστος. Αυτό δύσκολα θα ξεπεραστεί. Και πρέπει να το αποτρέψουμε.
Ο κ. Γιώργος Φλωρίδης είναι πρώην υπουργός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ