Αν κάτι έβαλαν στο περιθώριο οι ιταλικές βουλευτικές εκλογές είναι τη διαίρεση Αριστερά / Δεξιά, η οποία φαίνεται να βρίσκεται πλέον σε χειμερία νάρκη. Οι λαϊκιστές νίκησαν παντού, οι φιλελεύθεροι όλων των αποχρώσεων κατατροπώθηκαν, σε βαθμό που σε άρθρο του το ημι-δημοσιογραφικό «Politico» να κάνει λόγο για «λαϊκιστική επανάσταση». Οι Βρυξέλλες ανέμεναν την ικανοποιητική εκλογική επίδοση της μπερλουσκονικής φιλοευρωπαϊκής Δεξιάς και μια μετεκλογική συμμαχία της με το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι που θα έσωζε την κατάσταση. Τους προέκυψαν νικητές αφενός ο ακροδεξιός ηγέτης της αντιμεταναστευτικής Λέγκας Ματέο Σαλβίνι, που στις προεκλογικές του ομιλίες κρατούσε στο χέρι τη Βίβλο επιδεικνύοντάς τη στους οπαδούς του, αλλά και ο τριαντάρης «πεντάστερος» ηγέτης Λουίτζι ντι Μάιο, ο αντικαταστάτης του Γκρίλο, που για ορισμένους συμβολίζει και έναν αγώνα κατά της πολιτικής «γεροντοκρατίας».
Οσο για τον κεντροαριστερό Ρέντσι, ίνδαλμα πριν από τρία χρόνια της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, κάτι σαν πρόδρομος του Μακρόν, παρά το νεοφιλικό του προφίλ, πέτυχε το ως σήμερα ακατόρθωτο: από το 41% που είχε λάβει το Δημοκρατικό Κόμμα στις ευρωεκλογές του 2014 να το οδηγήσει στο 18%. Και να φανταστεί κανείς ότι η κυβερνητική του θητεία δεν ήταν αποτυχημένη. Η οικονομία έχει αρχίσει να δείχνει σημάδια ανάκαμψης, το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώθηκε θεαματικά, ενώ η ανεργία που το 2013 ήταν στο 25% σήμερα βρίσκεται στο 11%, αν και στους νέους παραμένει εξαιρετικά υψηλή.
Αλλά και πιο αριστερά από το Δημοκρατικό Κόμμα, ο συνασπισμός «Ελεύθεροι και Ισοι» με δυσκολία ξεπέρασε το 3%. Παταγώδης αποτυχία και για την «αριστερά της Αριστεράς», πράγμα που δείχνει ότι ούτε η αριστερή πλειοδοσία για το «κοινωνικό ζήτημα» αποτελεί το μαγικό κλειδί.
Οι συνήθεις, και όχι κατ’ ανάγκη λαθεμένες στη μερικότητά τους, ερμηνείες για το εκλογικό αποτέλεσμα; Τιμωρία των ελίτ και αντισυστημική ψήφος, τιμωρία των Βρυξελλών για την επιβαλλόμενη εκ μέρους τους λιτότητα. Σε κάθε περίπτωση, εκεί όπου ορισμένοι θεωρούσαν ότι το 2018 θα μπει ένα κάποιο τέλος στις «λαϊκιστικές εξεγέρσεις», τόσο ο ιταλικός Βορράς όσο και ο ιταλικός Νότος έστειλαν το μήνυμά τους. Ο Βορράς στηρίζοντας τη συμμαχία της Δεξιάς / Ακροδεξιάς (και κυρίως τη δεύτερη), ο Νότος τους πεντάστερους λαϊκιστές που υπόσχονται τα πάντα σε όλους. Κάποιοι αναλυτές βέβαια, εν μέσω κατήφειας, «αισιοδοξούν». Ισχυρίζονται ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά, αφού το «Κίνημα 5 Αστέρων» δεν ζητεί πλέον με τον κατηγορηματικό τρόπο που το ζητούσε πριν από λίγα χρόνια τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την έξοδο από το ευρώ, ενώ ούτε η ακροδεξιά Λέγκα (η οποία έπαψε πλέον να είναι του «Βορρά», υιοθετώντας μια ρητορική εθνικού ακροατηρίου, στα πρότυπα του γαλλικού λεπενικού «Εθνικού Μετώπου») ζητεί την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Σημεία των καιρών: ένα βαθύ αίτημα αμφισβήτησης και απόρριψης όλων των ιθυνουσών ελίτ, και όχι μόνο των πολιτικών (αλλά και των μιντιακών, των διανοουμένων), που προέρχεται από μεγάλες μερίδες των λαϊκών τάξεων και εργαλειοποιείται από δημαγωγούς είναι μια πρώτη βασική διαπίστωση που επιβεβαιώνει και η ιταλική περίπτωση της λαϊκιστικής έκρηξης. Μια δεύτερη, εξίσου βασική, διαπίστωση είναι ότι αυτό το αίτημα διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης προκρίνει, διά μέσου κυρίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας και προσφυγής στην «άμεση δημοκρατία», ενσωματώνοντας με αυτόν τον τρόπο επιτυχώς μια διάχυτη δυσαρέσκεια.
Υπάρχει ωστόσο ένας τρίτος παράγοντας, που, χωρίς να αμφισβητεί τη σπουδαιότητα αυτών των παρατηρήσεων, φαίνεται να αποτελεί τον πυρήνα της λαϊκής άρνησης που οργανώνεται, χειραγωγείται και προσανατολίζεται προς αντιφιλελεύθερες και ρατσιστικές κατευθύνσεις από τους νέους δημαγωγούς: ένα αίτημα εθνικής και λαϊκής ταυτότητας που «προκαλείται» από ένα αίσθημα υλικής και πολιτισμικής ανασφάλειας, είτε λόγω της μετανάστευσης είτε λόγω της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, και πιο συγκεκριμένα της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συχνά και από τις δύο.
Οι λέξεις «σύνορα» και «προστασία», που στη ρητορική των λαϊκιστών ιδεολογικοποιούνται και γίνονται εθνικισμός και προστατευτισμός, είναι το εδραίο αίτημα αυτών των λαϊκιστικών κινητοποιήσεων, των οποίων η ιταλική περίπτωση είναι η τελευταία χαοτική και επικίνδυνη εκδήλωση. Εθνική ταυτότητα και εθνική κυριαρχία, αυτός φαίνεται να είναι ο βασικός άξονάς τους, και, με την έννοια αυτή, ακριβέστερο θα ήταν να αποκαλούσαμε αυτούς τους νέους λαϊκισμούς νεοεθνικισμούς. Με άλλα λόγια, υπεράσπιση της «εθνικής ταυτότητας» (που κάποιες φορές παίρνει και τη μορφή της υπεράσπισης μιας «χριστιανικής ταυτότητας» της Ευρώπης), αρθρωμένης με έναν λαϊκιστικό εθνικοκυριαρχισμό.
Η ανατροπή των σχέσεων τοπικού – εθνικού – υπερεθνικού, οι νέες γαιοπολιτικές (αν-)ισορροπίες που «εγκαθιδρύονται», βρίσκονται στην καρδιά των σημερινών εθνικολαϊκιστικών κινητοποιήσεων. Η Ευρώπη και η μετανάστευση ανάγονται σε εχθρούς, γιατί αποτελούν τα ορατά, και υποδεικνυόμενα από τους νέους δημαγωγούς, κακόβουλα οχήματα αυτής της μεγάλης ανατροπής. Γι’ αυτό και περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά οι σημερινοί εθνικολαϊκισμοί είναι γεωπολιτικοί λαϊκισμοί, ακριβέστερα: ακροδεξιοί εθνικολαϊκισμοί.
Αυτή η είσοδος της νεο-γεωπολιτικής, σε συνδυασμό με την απίσχναση του «νοήματος» της φιλελεύθερης δημοκρατίας, τον «οικονομισμό» της, με τη συνακόλουθη «αδυναμία» των ιθυνουσών πολιτικών ελίτ να παρέμβουν στη φορά των πραγμάτων, ελέγχοντας τους ρυθμούς της παγκοσμιοποίησης, τον απολίτικο, αδιαμεσολάβητο, παγκόσμιο χρόνο της, φτιάχνουν τις προϋποθέσεις των διαδοχικών λαϊκιστικών εκρήξεων, οι οποίες διαθέτουν το δικό τους απλουστευτικό, αντιστασιακό και βολονταριστικό, αφήγημα έναντι της «επέλασης του Κακού».
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη δραματική υποχώρηση, λίγο-πολύ παντού, της Αριστεράς μπροστά σε αυτό το νέο λαϊκιστικό και εθνικιστικό κύμα, ας επιτραπεί, εδώ, να παραθέσουμε ατόφια τη σχετική παρατήρηση του πολιτικού επιστήμονα Λοράν Μπουβέ, όπως αυτή διατυπώθηκε μία ημέρα μετά το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών, και που συνοψίζει ορισμένες βασικές αιτίες της: «Οι ευρωπαϊκές αριστερές υφίστανται εδώ και χρόνια, όλο και συχνότερα, τα αποτελέσματα του αχαλίνωτου οικονομισμού που συνδυάζεται με έναν ατομικιστικό πολιτισμικό φιλελευθερισμό, για τον οποίο πίστεψαν ότι αυτός θα αρκούσε να αντισταθμίσει την εκ μέρους τους μη κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης που διανύουμε (συνοπτικά: χρηματιστικοποίηση και ψηφιοποίηση του καπιταλισμού, αποδόμηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, άνθηση των ταυτοτήτων).
Στην Κεντροαριστερά, τις συνέπειες ενός σοσιαλ-φιλελευθερισμού ο οποίος ξέχασε τις λαϊκές τάξεις, θεωρώντας ότι τα ατομικιστικά “κοινωνιακά” μέτρα μπορούν να ανοίξουν έναν χειραφετητικό ορίζοντα.
Στην “αριστερά της Αριστεράς”, τις συνδυαζόμενες συνέπειες μιας μεταμαρξιστικής αυταπάτης η οποία συνεχίζει να επικαλείται για την επίλυση όλων των προβλημάτων μια γραφειοκρατικοποιημένη δημόσια δύναμη, η οποία ποτέ δεν έτυχε αντικείμενο ενός νέου προβληματισμού και μιας θυματικής αντίληψης για τους “κυριαρχούμενους” κάθε είδους, η οποία υποκατέστησε ταυτοχρόνως και την ταξική πάλη και τον διεθνισμό.
Η “εποχή της ιδεολογίας” (Κλοντ Λεφόρ) χτυπάει μεν κόκκινο, αλλά υπό νέα και προφανώς πρωτοφανή μορφή. Εναντι ενός φιλελευθερισμού που έγινε με τη σειρά του ιδεολογία, έπειτα από τη μάχη του κατά του ολοκληρωτισμού του 20ού αιώνα, αναδύονται σήμερα ταυτοτικές ιδεολογικές μορφές, εκ των οποίων η πλέον πλήρης, αλλά σίγουρα όχι η μοναδική, είναι ο ισλαμισμός.
Χωρίς την κατανόηση αυτής της τεκτονικής αλλαγής που αδράχνει τις σημερινές κοινωνίες δεν μπορεί να υπάρξει πλέον εφικτή Αριστερά. Και αυτή η πρωτοφανής πολιτική ανισορροπία μέσα στην Ιστορία δεν προοιωνίζεται τίποτε καλό. Περί αυτού, έχουμε πλέον καθημερινά παραδείγματα».
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ