Η ακαδημαϊκή «συλλογικότητα» που εδρεύει στον Τομέα Κλασικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης είναι αποψιλωμένη (όπως άλλωστε και οι ομόλογές της σε άλλα ελληνικά πανεπιστήμια) και τα μέλη της, παλαίμαχα και νεοσύλλεκτα, μπορούν άνετα να σεμνύνονται ότι με την επόμενη μισθολογική περικοπή οι απολαβές τους θα ενταχθούν επισήμως στη ζώνη της αφιλοκέρδειας. Ωστόσο, πριν συμβεί αυτό, μπορούν να σεμνύνονται και για κάτι άλλο.
Σύμφωνα με τη διεθνή κατάταξη της QS (QS World University Rankings) ανά θεματικό πεδίο για το 2018, οι Κλασικές Σπουδές του ΑΠΘ κατέχουν τη 16η θέση σε παγκόσμιο επίπεδο και ανάμεσα σε 4.500 αξιολογημένα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Στον σχετικό πίνακα πρωτεύουν οι παραδοσιακά ακμαίοι και εύρωστοι προύχοντες του Κέιμπριτζ, της Οξφόρδης, του Χάρβαρντ και του Πρίνστον, αλλά οι Κλασικές Σπουδές του Αριστοτελείου βλέπουν πίσω τους πλήθος αρχαιογνωστικών τομέων που ανήκουν σε φημισμένα και περιζήτητα πανεπιστήμια σε Ευρώπη και Αμερική.
Από μιαν άποψη, η αρχαιογνωστική πτέρυγα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου δεν πέρασε ποτέ παιδική ηλικία. Σαν την Αθηνά που γεννήθηκε πάνοπλη από την κεφαλή του Δία, τιμήθηκε και αγλαΐστηκε εξαρχής από σημαντικές προσωπικότητες, οι οποίες με σεμνότητα και ζήλο δρομολόγησαν άμεσα μιαν ακαδημαϊκά άρτια και προοδευτική (με την πιο αυθεντική σημασία του όρου) παράδοση έρευνας και διδασκαλίας. Η στέρεη συνέχεια και ο δημιουργικός «καταναγκασμός» της καλής παράδοσης (δυσεύρετα στους κοινωνικούς, πολιτικούς και εκπαιδευτικούς θεσμούς μας) κληροδότησαν στους νεότερους εντολές και δεσμεύσεις υψηλής ακαδημαϊκής υπευθυνότητας.
Σήμερα ο Τομέας Κλασικών Σπουδών διακονείται από μια νεότερη φιλολογική γενιά με ευρύ φάσμα ερευνητικών ενδιαφερόντων, έντονη διεθνή παρουσία και πρωτότυπες δημοσιεύσεις στα πιο έγκυρα έντυπα και ηλεκτρονικά φόρα της κλασικής αρχαιογνωσίας. Kαι ακόμη, από το 2007 κάθε χρόνο διοργανώνει διεθνές συνέδριο (Thessaloniki Trends in Classics Conference) πάνω σε ζητήματα αιχμής για τις σύγχρονες κλασικές σπουδές με τη συνεργασία του κολεγίου Corpus Christi της Οξφόρδης, του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ και της Γένοβας και της Ακαδημίας Επιστημών της Χαϊδελβέργης. Η ετήσια αυτή σύναξη της Θεσσαλονίκης έχει ήδη αναδειχθεί σε μείζον hot spot για την παγκόσμια κοινότητα των κλασικών φιλολόγων, δίνει βήμα σε διασημότητες του χώρου και την ευκαιρία σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές να δουν και να αφουγκραστούν προσωπικότητες που πρωτοσυναντούν ως αναγνώστες μέσα στη σιγή του σπουδαστηρίου.
Στις σχετικές δηλώσεις του ο πρύτανης του ΑΠΘ Περικλής Μήτκας χαρακτήρισε τη Φιλοσοφική Σχολή «θησαυρό για τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα» που θα έπρεπε να αξιοποιηθεί. Είναι παλαιός πόθος και αίτημα μια τέτοια αξιοποίηση του κύρους της κλασικής αρχαιογνωσίας να σαρκωθεί ως Κέντρο ή Ινστιτούτο Κλασικών Σπουδών υψηλής ερευνητικής τεχνολογίας με τη δική του διοικητική δομή, με τη δυνατότητα φιλοξενίας διαπρεπών κλασικών φιλολόγων και τη διοργάνωση εξειδικευμένων σεμιναρίων για μια διεθνή «πελατεία». Κάποιες σκέψεις προς αυτή την κατεύθυνση την εποχή που πρόεδρος του θνησιγενούς Συμβουλίου Διοίκησης του ΑΠΘ ήταν ο Βασιλικός Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, o Richard Hunter, κωφώθηκαν όταν ο θεσμός αυτός νοθεύτηκε μέχρις απονευρώσεως και πριν η αριστεία επικηρυχθεί επισήμως ως ρετσινιά.
Ολα αυτά σε μια συγκυρία όπου η οικονομική στενότητα αποθαρρύνει, όπου η κλασική αρχαιογνωσία διεκδικεί μερίδιο επικαιρότητας μόνο όταν κατά καιρούς κάποιοι νεκρολογούν τα ανθρωπιστικά γράμματα και την παρουσία τους στη Μέση Εκπαίδευση, και όπου αποκλειστικά και μόνο άλλες νησίδες (ανομίας και όχι αριστείας) μοιάζει να πληρούν τα δημοσιογραφικά κριτήρια της είδησης. Και γι’ αυτό, όσο επίφθονο και αν ακούγεται, θα πω ότι η 16η θέση όπου βρέθηκε η αποψιλωμένη και περίπου αφιλοκερδής συλλογικότητα του Τομέα Κλασικών Σπουδών του ΑΠΘ είναι κάτι περισσότερο από διάκριση. Είναι παραδειγματικός άθλος.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ