Το συλλαλητήριο για την ελληνικότητα της Μακεδονίας βασίστηκε σε μια κοινή παραδοχή εκ μέρους όσων συμμετείχαν: ότι η εξωτερική πολιτική μπορεί να ασκείται στη βάση ιστορικών επιχειρημάτων, των λεγόμενων «ιστορικών δικαίων», και επομένως ότι στις διεθνείς σχέσεις η Ιστορία μπορεί να αποτελεί διαπραγματευτικό χαρτί.
Με βάση το ίδιο σκεπτικό, εξάλλου, στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης η αρχαιότητα θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα από τη μεσαιωνική και τη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία, γιατί τα ιστορικά δίκαια εκλαμβάνονται ως ισχυρότερα εάν ανατρέχουν στο βάθος των αιώνων. Ιδιαίτερα σε γεωγραφικές περιοχές που η δημογραφία τους έχει αλλάξει δραματικά μέσα στους αιώνες, μειοψηφικές ομάδες επιχειρούν να στηρίξουν εδαφικές διεκδικήσεις στην Ιστορία, σε ένα απώτερο παρελθόν όπου υπερείχαν. Κοινό στοιχείο, εξάλλου, όλων των βαλκανικών εθνών είναι ένα πρωτάθλημα αρχαιότητας όπου επιχειρούν να αποδείξουν, με εργαλειοποίηση της αρχαιολογίας, ότι οι δικοί τους πρόγονοι ήταν εκείνοι που πρώτοι εγκαταστάθηκαν σε έναν τόπο, στοιχείο που συνεπάγεται, σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, ιδιοκτησία ες αεί του συγκεκριμένου χώρου. Πράγματι, με έναν μεταφυσικό δεσμό, το έδαφος ενώνει όλες τις γενιές που έχουν ζήσει σε έναν τόπο σε μια αδιάσπαστη γενεαλογία, ανεξάρτητα από τις δραματικές αλλαγές που έχουν αποδεδειγμένα συμβεί με πολέμους, εκτοπισμούς, καταστροφές και μεταναστεύσεις. Η εικόνα της ιστορικής συνέχειας που χτίζεται πάνω στο έδαφος απαιτεί προφανώς αποσιωπήσεις και αφαιρέσεις, άλματα μέσα στον χρόνο και ανορθολογική δημιουργικότητα.
Η διαπίστωση αυτή μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία ενός στοχασμού που μοιάζει παράδοξος: ένα συλλαλητήριο που γίνεται για την υπεράσπιση της «ιστορικής αλήθειας» στηρίζει την επιτυχία του (όχι απαραιτήτως ενσυνείδητα ή από πρόθεση) στην ιστορική αμνησία και στην αποσιώπηση. Από όλα λοιπόν τα συμπεράσματα που μπορεί να αποκομίσει κάποιος από την περασμένη Κυριακή, το πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, αφορά την προβληματική σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την Ιστορία: το εθνικό παρελθόν που επικαθορίζεται προνομιακά από την αρχαιότητα, την επιλεκτική αφήγηση μέσω συμβόλων και συγκίνησης, την άγνοια της Ιστορίας του 20ού αιώνα, τη λήθη των διχασμών.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, που η ελληνική κοινωνία «ανακάλυψε» με έκπληξη ότι υπήρχε ένα κράτος που ονομαζόταν «Μακεδονία», ένας λαός που αυτοπροσδιοριζόταν ως «Μακεδόνες» και μια γλώσσα που είχε διεθνώς καταχωριστεί ως «μακεδονική», δεν υπήρξε καμία πρόοδος στην κατανόηση του τι και γιατί συνέβη. Οσο κάλπαζε ο εθνικισμός στα βόρεια σύνορά μας, δεν έγινε καμία προσπάθεια ενημέρωσης ώστε να προβληματιστεί η κοινωνία γιατί τόσο πολλές χώρες έχουν αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα ως «Μακεδονία» και γιατί δεν έχουν εισακουστεί τα ελληνικά «ιστορικά επιχειρήματα».
Στην πραγματικότητα, οι εξελίξεις αυτές δεν οφείλονται σε άγνοια της Ιστορίας εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας, όπως συνθήματα των συλλαλητηρίων δήλωναν, αλλά αντίθετα στη γνώση της. Απλώς, Ιστορία δεν είναι μόνο η Ιστορία της αρχαιότητας αλλά και όλων των αιώνων που μεσολάβησαν μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Κυρίως είναι η Ιστορία του 20ού αιώνα, όταν χαράχτηκαν τα σημερινά σύνορα της Ευρώπης και παγιώθηκαν τα ευρωπαϊκά (και τα βαλκανικά) έθνη-κράτη. Πριν από τη χάραξη των εθνοκρατικών συνόρων, γεωγραφικές έννοιες όπως η Μακεδονία, η Ηπειρος και η Θράκη δεν είχαν σαφή όρια και οπωσδήποτε δεν συνδέονταν με ένα μόνο έθνος. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την πολυθρησκευτική και πολυεθνοτική σύνθεση, ο όρος «Μακεδονία» δεν παρέπεμπε σε κάποια διοικητική περιφέρεια, αλλά περιλάμβανε κατά προσέγγιση τα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηριού και των Ιωαννίνων.
Την περιοχή αυτή τη διεκδίκησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους – με αντίστοιχα ιστορικά, εθνολογικά και δημογραφικά επιχειρήματα – η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία, που τη μοιράστηκαν εξάλλου με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913). Εκτοτε υπάρχουν τρεις Μακεδονίες, δηλαδή τρεις γεωγραφικές περιφέρειες που φέρουν το όνομα «Μακεδονία» και ανήκουν σε τρία διαφορετικά κράτη. Ταυτόχρονα, ένας σλαβικός ορθόδοξος πληθυσμός που δεν ήθελε να ανήκει ούτε στους Σέρβους ούτε στους Βούλγαρους άρχισε να αυτοπροσδιορίζεται με γεωγραφικούς όρους, ως «ντόπιος», δηλαδή ως «Μακεδόνας» ή «Σλαβομακεδόνας», και να προωθεί πολιτικά αιτήματα αυτονομίας. Ο αυτοπροσδιορισμός αυτός, αρχικά ρευστός και ασταθής, θα παγιωθεί στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, όταν θα δημιουργηθεί η Ομόσπονδη Λαϊκή (και εν συνεχεία Σοσιαλιστική) Δημοκρατία της Μακεδονίας και βεβαίως θα οριστικοποιηθεί με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του νέου κράτους.
Η στοιχειώδης αυτή γνώση της πρόσφατης Ιστορίας απουσιάζει από τα συλλαλητήρια, που σταματούν τον ιστορικό χρόνο στον Μακεδονικό Αγώνα. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η τριχοτόμηση της Μακεδονίας, η ανταλλαγή των πληθυσμών που κατέστησε την ελληνική Μακεδονία τόπο προσφυγικής εγκατάστασης των διωγμένων από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, η αναχώρηση Βουλγάρων και μουσουλμάνων, η βουλγαρο-γερμανική κατοχή, η εξόντωση των Εβραίων, ο Εμφύλιος Πόλεμος, όλα όσα έγιναν πάνω στο μακεδονικό έδαφος και κατ’ εξοχήν θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τι συμβαίνει σήμερα έχουν περιπέσει σε λήθη. Η κυρίαρχη εικόνα για το παρελθόν είναι αποσπασματική και θρυμματισμένη σε επιλεγμένες ηρωικές εποχές – την αρχαιότητα και το 1821 – με μεγάλες μαύρες τρύπες ανάμεσά τους και στα σύγχρονα χρόνια. Μια ιδιότυπη στάση, που θα μπορούσε να ονομαστεί «ιστορική πρεσβυωπία», θολώνει την εικόνα όσων γεγονότων και λαών είναι εγγύτεροι.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο{IDI}.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ