Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό 2018 στη Βουλή είχε ένα σχεδόν αναπάντεχο ενδιαφέρον.
Οχι επειδή ειπώθηκαν τίποτα σοφίες. Αλλά επειδή κυβέρνηση και αντιπολίτευση παρουσίασαν τα αφηγήματα που (εκτός τεραστίας εκπλήξεως…) θα μας συντροφεύσουν έως τις κάλπες.
Το κάθε αφήγημα έχει πλεονεκτήματα και αδυναμίες.
Η κυβέρνηση παρουσιάζει κάτι που μοιάζει πολύ με χαρούμενο και ηρωικό εμβατήριο. Είναι αισιόδοξο και ελπιδοφόρο, στον βαθμό που υπόσχεται όχι απλώς την υπέρβαση της κρίσης, αλλά το ευτυχές τέλος της.
Δεν θα σταθώ στη συνοχή ή την εσωτερική λογική του, διότι απλούστατα δεν τις έχει ανάγκη. Ζητεί απλώς να πιστέψουμε ότι «όλα θα πάνε καλά», διότι «όλα πάνε ήδη καλύτερα». Το λένε και οι ξένοι!
Το αφήγημα της κυβέρνησης είναι άλλη μια άσκηση αναπόδεικτης εμπιστοσύνης στη δυνατότητα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να βάλουν τη χώρα σε έναν ενάρετο κύκλο εξυγίανσης και ανάπτυξης. Πίστευε και μη ερεύνα.
Αλλά ποιος τους πιστεύει; Σε καμία δημοσκόπηση η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση δεν ξεπερνά το 10%, ενώ η σκληρή καθημερινότητα είναι πάντα εδώ για να διαψεύδει κάθε κυβερνητική φανφάρα.
Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της αντιπολίτευσης. Οτι αντιπολιτεύεται μια κυβέρνηση που ελάχιστοι πιστεύουν και ακόμη λιγότεροι εμπιστεύονται.
Μια κυβέρνηση, δηλαδή, της οποίας το κήρυγμα αισιοδοξίας βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας.
Υπό αυτή την έννοια, το αφήγημα της αντιπολίτευσης είναι και πιο σαφές, και πιο εύληπτο, και πιο συνεκτικό: η κυβέρνηση σας κορόιδεψε διπλά και απέτυχε σε όλα. Ο Μητσοτάκης ήταν ξεκάθαρος.
Ηλύση που αρθρώνει είναι εξίσου απλή και δημοφιλής: μείωση φόρων, δουλειές, επενδύσεις –σε μια κοινωνία που σε συντριπτικά ποσοστά πιστεύει ότι στενάζει από την υπερφορολόγηση…
Επί της ουσίας, είναι ένα αφήγημα εξαιρετικά συγκροτημένο. Του οποίου όμως η εσωτερική λογική παρουσιάζει ορισμένα κενά.
Πώς θα μειωθούν οι φόροι χωρίς δημοσιονομικό χώρο; Πώς θα συναινέσουν οι εταίροι στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου; Πόσο γρήγορα θα ανταποκριθούν οι επενδύσεις και η κατανάλωση στη μείωση των φόρων;
Σε αντίθεση με το κυβερνητικό αφήγημα, το οποίο απευθύνεται (για πολλοστή φορά) στο θυμικό, το αφήγημα της αντιπολίτευσης έχει ανάγκη από μια εσωτερική λογική, διότι απευθύνεται στη σκέψη και στην τσέπη των πολιτών.
Με αυτά τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, πάντως, είναι το αφήγημα της αντιπολίτευσης εκείνο που έχει καταστεί κυρίαρχο.
Για τρεις λόγους.
Πρώτον, λόγω της συνολικής αναξιοπιστίας των κομμάτων της συγκυβέρνησης. Πολύ φοβούμαι ότι την κυβέρνηση δεν την πιστεύουν πια ούτε όταν λέει τι ώρα είναι!
Δεύτερον, λόγω της αναπόφευκτης πολιτικής και κοινωνικής φθοράς που φέρνει μια δύσκολη αλλά και ατζαμίδικη κυβερνητική διαχείριση. Μια φθορά την οποία (έως τώρα) δεν έχουν καταφέρει να αντισταθμίσουν ούτε τα μερίσματα ούτε τα επιδόματα ούτε η ρητορική για «εκείνους που χρεοκόπησαν τη χώρα».
Τρίτον (και αυτό το διατυπώνω με επιφύλαξη και υπό την αίρεση της επιβεβαίωσης), επειδή «η επιστροφή της κανονικότητας» παραπέμπει σχεδόν φυσιολογικά σε εκείνους που συγκροτούσαν την προηγούμενη κανονικότητα που χάθηκε.
Το παρελθόν, δηλαδή, δεν είναι πια απαραιτήτως βαρίδι για την αντιπολίτευση και τείνει κάποιες φορές να μετατραπεί σε πλεονέκτημα.
Υπό αυτή την έννοια, το στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα δεν είναι τόσο να κυνηγήσει τη χίμαιρα μιας εκλογικής νίκης (που αν του έλθει, καλώς του ήλθε…) αλλά να εξασφαλίσει μια θέση στη νέα κανονικότητα που διαμορφώνεται στη χώρα. Να μην παραμείνει ένα προϊόν της κρίσης που θα εκλείψει μαζί της.
Και ως εκ τούτου, η μεγαλύτερη πρόκληση για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η Κυριακή αλλά η Δευτέρα των εκλογών.
Σε αντίθεση με την αντιπολίτευση, για την οποία το ζητούμενο είναι να μετατρέψει μια Κυριακή τη σημερινή πολιτική κυριαρχία της σε κυβερνητική ηγεμονία.

Διαταραχές

Το δυσάρεστο είναι ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης εξαπέλυσε νέα επίθεση κατά των δικαστών (κυρίως του ΣτΕ) με το «παπαδοπούλειο» ύφος που συνηθίζει να επιστρατεύει.
Το ευχάριστο είναι ότι η επίθεση εξαπολύθηκε κατά τη συζήτηση νομοσχεδίου με θέμα «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και άλλες διατάξεις».
Πράγμα που σημαίνει ότι το ίδιο το πνεύμα του νομοσχεδίου επιβάλλει ενδεχομένως να λάβουμε υπ’ όψιν μας τα συμφραζόμενα και να αποδώσουμε στην επίθεση τη σημασία που πραγματικά της αξίζει.
Δεν γνωρίζω αν κάτι τέτοιο οδηγεί τελικά στην απαλλαγή του υπουργού.
Αλλά, αν δεν αρκεί το πνεύμα του νομοσχεδίου, υπάρχει και το πνεύμα των Χριστουγέννων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ