Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής (life expectancy) και η μείωση της γονιμότητας αποτελούν χωρίς καμία αμφιβολία τη σημαντικότερη εξέλιξη στην ιστορία των πληθυσμών. Οι δύο αυτές μεταβολές οδήγησαν αναπόφευκτα στη διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης. Με άλλα λόγια, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων δεν είναι παρά μία από τις σημαντικές αλλαγές που συντελούνται στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αντιμετωπίζεται από τις ασκούμενες πολιτικές περισσότερο ως απειλή των συνταξιοδοτικών συστημάτων και λιγότερο ως πρόκληση κατάκτησης της επιστημονικής και κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης και της συμβολής της στη μακροβιότερη διάρκεια του ανθρώπινου βίου.
Στην κατεύθυνση αυτών των σύγχρονων προκλήσεων, προσεγγίζοντας αναλυτικά τις εξελίξεις του προσδόκιμου ζωής και τις επιπτώσεις του στη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) στη χώρα μας, παρατηρούμε ότι σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία του ΟΗΕ (World Population Prospects 2012) και την πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ (Pensions at a Glance 2017) το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων αυξήθηκε και προβλέπεται να αυξηθεί. Λαμβάνοντας υπόψη τις μειώσεις των συντάξεων που θα συντελεστούν από 1.1.2019, λόγω του Μεσοπρόθεσμού Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής [620 ευρώ (μεικτά) κύρια και 145 ευρώ (μεικτά) επικουρική σύνταξη], και θεωρώντας όλες τις άλλες οικονομικές και δημογραφικές παραμέτρους σταθερές, τότε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθεί κατά την περίοδο 2017-2065 μόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής κατά 49,4 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες. Δηλαδή, η αναλογιστική υποχρέωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα αυξηθεί κατά 49,4 δισ. ευρώ.
Η συνολική αυτή επιβάρυνση μεταφράζεται σε περίπου 1-1,25 δισ. ευρώ αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών ανά δεκαετία σε σταθερές τιμές. Το εύρημα αυτό αναδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η χρηματοδότηση της επιβάρυνσης του ΣΚΑ εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής με περαιτέρω περικοπές των συντάξεων (κύριων και επικουρικών) αποδεικνύεται ανεπαρκής και περιορισμένη. Για να καλυφθεί αυτό το έλλειμμα, θα πρέπει: α) είτε να μειωθούν οι συντάξεις κατά 30%, δηλαδή οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να έχουν κατά 30% χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης από τους σημερινούς συνταξιούχους (μέσος συντελεστής αναπλήρωσης), β) είτε να αυξηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης ως το 2060 στα 73 έτη (η μεταβολή των ορίων ηλικίας έχει νομοθετηθεί με τον Ν. 4387/2016), γ) είτε οι εισφορές για την κύρια σύνταξη να αυξηθούν από 20% που είναι σήμερα σε 27% (δηλαδή αύξηση κατά 35%) και στην επικουρική από 6% σε 8,1%.
Αντίθετα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, η κάλυψη της επίδρασης της αύξησης του προσδόκιμου ζωής με ρυθμό 1-1,5 έτος ανά δεκαετία απαιτεί πρόσθετους πόρους που αντιστοιχούν στο 0,5% του ΑΕΠ, θεωρώντας ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι 1,5% για την περίοδο 2017-2065, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, μεταξύ των άλλων, στην εξασφάλιση της πρόσθετης χρηματοδότησης, καθώς και στον περιορισμό του χάσματος μεταξύ παραγωγικότητας και κοινωνικών ανισοτήτων στη χώρα μας.
Ο κ. Σ. Γ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Β. Γ. Μπέτσης υποψήφιος διδάκτορας στο ίδιο πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ