Υπήρξε η μόνη ίσως πολιτική περίοδος στη δημόσια ζωή του τόπου, όπου τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα των εκάστοτε πολιτικοεκλογικά ηττημένων γίνονταν σεβαστά… Η μόνη όπου κατοχυρώθηκε μια πρακτική, σε σχέση με τη στελέχωση και τη λειτουργία του κράτους, που πλησίαζε το «πολιτικά ουδετερόθρησκο» μοντέλο των δυτικών δημοκρατιών… Η πρώτη, μετά το 1915, όπου η απαρακώλυτη ανάληψη της εξουσίας από τους εκάστοτε εκφραστές της εκλογικής πλειοψηφίας ήταν η αυτονόητη συνέπεια της λαϊκής ετυμηγορίας… Τέλος, δε, η πρώτη όπου –με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 –αφαιρέθηκε από τους συγκυριακούς κατόχους της εξουσίας η δυνατότητα να καθορίζουν μονομερώς, διά του ψηφιζόμενου εκλογικού συστήματος, τους πολιτικούς όρους και το θεσμικό πλαίσιο της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Ισως μόνον ο Αλιβιζάτος και ο γράφων έχουμε αναδείξει, με το συγγραφικό μας έργο, τόσο ξεκάθαρα την υπεροχή, ως προς όλα αυτά, της μεταπολιτευτικής περιόδου σε σχέση με κάθε προηγούμενη…
Ωστόσο…
Αυτή ακριβώς η πολιτική ποιότητα –που οδηγούσε σε διευρυμένη κοινωνική νομιμοποίηση της εν λόγω φάσης της εθνικής δημόσιας ζωής –ήταν και η βάση της αμαρτωλής της φύσης. Διότι «εξαγνισμένη» και «άμωμη», επέτρεπε στον εαυτό της την άνευ αντιστάσεως παραγωγή μιας σειράς νοσηρότατων καταστάσεων. Ουσιαστικά έφτασε σε κατάργηση συστολής και άρση αναστολών, όταν επρόκειτο να υπηρετήσει το σήμερα εις βάρος του αύριο, τους οργανωμένους ισχυρούς εις βάρος των ανοργάνωτων ανίσχυρων, το πολιτικό σύστημα εις βάρος της κοινωνίας, τους προβαλλόμενους και επικοινωνιακά ισχυρούς –συμπεριλαμβανομένων και παραγόντων του δημοσιογραφικού υπόκοσμου, που εμφανίζονταν ως «υπόδειγμα» –εις βάρος των μη εχόντων πρόσβαση στον δημόσιο λόγο. Επιπλέον με κυρίαρχη ιδεολογία το «δίκιο του λαού» ανέπτυξε τη νοοτροπία που κάποτε αποκάλεσα… «λαολειχία»!
Συγκεκριμένες εκδηλώσεις αυτής της παθολογίας:
Πρώτον. Η ακραία δημοσιονομική κραιπάλη. Υπάρχει η αίσθηση πως για τη χαζοχαρούμενη δημοσιονομία της περιόδου πρωτίστως ευθύνονται η πασοκική κυβέρνηση των 80ς και η «νεοπασοκική» ή «πασοκοποιημένη» του Κώστα Καραμανλή. Πόσο λάθος! Δεν υπάρχει αθώο κυβερνητικό σχήμα στη Μεταπολίτευση. Τελείως χαρακτηριστικά, το 1976 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, επί υπουργίας Βαρβιτσιώτη, έδωσε περίπου πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα σε… 27χρονα παιδιά, τους πανεπιστημιακούς βοηθούς με τεσσεράμισι πραγματικά και 20 πλασματικά χρόνια υπηρεσίας, στους οποίους μάλιστα επετρέπετο –την επομένη της συνταξιοδότησής τους –να προσληφθούν σε άλλο ΑΕΙ! (Επειδή έχω αναφέρει επανειλημμένα το θέμα, λόγω του συμβολισμού του, μου τηλεφώνησε πρόσφατα προσωπικότητα που τότε, επί υπουργίας Δοξιάδη/Αποστολάκου, είχε κεντρικό ρόλο στο συναρμόδιο –λόγω της υποχρέωσής του να καλύψει τη συνταξιοδοτική δαπάνη για τους «έφηβους συνταξιούχους» –Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Και μου είπε: «Δεν μπορείς να φανταστείς πόση ήταν η πίεση από την τότε Αντιπολίτευση –Ενωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις, ΠαΣοΚ και Ενωμένη Αριστερά –να μην εναντιωθούμε στη ρύθμιση του υπουργείου Παιδείας»…)
Δεύτερον. Η οιονεί δικτατορία του κρατικοδίαιτου πληθυσμού (ειδικά του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού) επί της κοινωνίας, η οποία κυριολεκτικά λεηλατήθηκε. Αν ο Ελ. Βενιζέλος θεώρησε το κίνημα στο Γουδί ως την αντίδραση –εις βάρος όσων επωφελούνταν από το σκέλος των εξόδων του δημόσιου προϋπολογισμού –εκείνων που πρωτίστως συνεισέφεραν στα έσοδα, η Μεταπολίτευση σήμανε το πισωγύρισμα της χώρας προ του 1909. (Ανεκδοτολογικά: Το ελάχιστο διάστημα που διετέλεσα πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης με επισκέφθηκε αντιπροσωπεία συνδικαλιστών με αιτήματα να γίνει εντός του Κέντρου γυμναστήριο, να δίδονται υπερωρίες για εντός ωραρίου απασχόληση και να μην υπάρχει όριο στο ύψος των τηλεφωνικών λογαριασμών των γραφείων τους, αφού «πέστε πως έχουμε ένα παιδί στο εξωτερικό, κ. Πρόεδρε, να μην του μιλάμε 10 λεπτά την ημέρα;». Γενικότερα ο μισθός στο Δημόσιο θεωρήθηκε πως είναι για την κατοχή της θέσης, ενώ για την προσφορά εργασίας απαιτείτο έξτρα αμοιβή, με την οιονεί αρνησιδικία των δικαστών να αποτελεί ειδική εκδήλωση αυτής της παθολογίας. Για να μην πούμε πως το εκλογικό επίδομα των υπαλλήλων του υπουργείου Εσωτερικών το έπαιρναν και οι εργαζόμενοι σε… εκπαιδευτικούς θεσμούς.) Η ισχύς, δε, κάποιων κρατικοδίαιτων συνδικάτων, όπως της ΠΟΣΠΕΡΤ, αλλά και της ΠΟΣΔΕΠ και αναρίθμητων άλλων, υπήρξε αδιανόητη. Ο δημόσιος τομέας από μέσον έγινε (αυτο)σκοπός…
Τρίτον. Η χρησιμοποίηση του «δικαιώματος διαμαρτυρίας» ως μεθόδου για την επιβολή δικτατορίας/ομηρείας επί της εργαζόμενης ή της μετακινούμενης/ακινητοποιημένης κοινωνίας. Ο εμπορικός κόσμος του κέντρου της Αθήνας καταστράφηκε από τις αναρίθμητες διαδηλώσεις, τις περισσότερες σε σχέση με κάθε άλλη πρωτεύουσα, τις οποίες η –παραιτημένη του ρόλου της, άλλη νοσηρή κατάσταση αυτή –αστυνομία αρνείτο να εξορθολογίσει χωροταξικά… (Από εκεί, ίσως, ξεκίνησε η νοοτροπία περί ατιμωρησίας των συλλογικών υποκειμένων, η οποία κορυφώθηκε πρόσφατα –σε άλλο επίπεδο ασφαλώς –με την υπόθεση Συρίγου.)
Τέταρτον. Η πολυνομία. Ουδέποτε στο παρελθόν παρήχθησαν τόσοι νόμοι, προσανατολισμένοι στην εξυπηρέτηση εξειδικευμένων, κατηγοριακών ή ατομικών συμφερόντων.
Τέλος, δε, (συμβολικά τέλος, θα χρειαζόταν όλη η εφημερίδα για πλήρη ανάπτυξη του θέματος) η ακραία αυτοεξυπηρέτηση του εν ευρεία εννοία πολιτικού συστήματος. Να αναρωτηθούμε πόσα είναι τα κρατικά αυτοκίνητα και πόσες ήταν οι πλασματικές υπερωρίες των οδηγών; Πόσοι συγκροτούν, υπό το πρόσχημα της αστυνομικής προστασίας, το χρηματοδοτούμενο από τον προϋπολογισμό «ένστολο υπηρετικό προσωπικό»; Να θυμηθούμε τους 16 μισθούς των υπαλλήλων της Βουλής (συμπεριλαμβανομένων και των παρκαδόρων και των νηπιαγωγών και των γυμναστών του Ιδρύματος); Κ.ο.κ.
Συμπερασματική αξιολόγηση της Μεταπολίτευσης: «Το καλό και το κακό είναι οχθροί… Το καλό και το κακό είναι φίλοι… Το καλό και το κακό είναι ένα» έλεγε ο Ν. Καζαντζάκης.
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ