Ηκυνική παρέμβαση του Γερούν Ντάισελμπλουμ στα εσωτερικά μας ίσως να εξέπληξε πολλούς. Δεν θα έπρεπε.
Ο απερχόμενος πρόεδρος του Eurogroup, πέρα από μια προσπάθεια ξεπλύματος του προσωπικού του προφίλ, υπηρέτησε μια ισχυρή άποψη του ευρωπαϊκού συστήματος.
Η άποψη αυτή στηρίζεται σε δύο σκέλη.
Πρώτον, ότι πρέπει να αποφευχθεί μια επανάληψη του 2015 –όταν το τότε πρόγραμμα δεν ολοκληρώθηκε και κατέστη αναγκαίο ένα 3ο Μνημόνιο λόγω των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων και μιας νέας κυβέρνησης στην Ελλάδα.
Τώρα το πρόγραμμα λήγει σε δέκα μήνες και θεωρούν πιο ασφαλές να ολοκληρωθεί από εκείνους που το συμφώνησαν και το εφάρμοσαν. Ενδεχόμενες εσωτερικές εξελίξεις θα συνιστούσαν στα μάτια τους μια ανώφελη αλλά παρακινδυνευμένη επιλογή.
Δεύτερον, ότι είναι προτιμότερο να διαμορφώσουν τους όρους της «επόμενης ημέρας» με μια εξασθενημένη και καλόβολη κυβέρνηση παρά να εμπλακούν στη διαπραγμάτευση με κάποιον που θα έχει την ισχύ μιας πρόσφατης εκλογικής ετυμηγορίας.
Ακόμη περισσότερο όταν ο μεν ΣΥΡΙΖΑ έχει αναλάβει ευχαρίστως μια σειρά από δεσμεύσεις για την περίοδο 2019-2023, με πρώτη και καλύτερη τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Την αναθεώρηση των οποίων προτίθεται να διεκδικήσει η ΝΔ, όπως επανέλαβε ο Κ. Μητσοτάκης στη συνάντηση που είχε με τον Ντάισελμπλουμ.
Βεβαίως στη συνάντηση αυτή ο Ντάισελμπλουμ απέφυγε να θίξει το ζήτημα των εκλογών. Ακόμη κι έτσι όμως ο Μητσοτάκης του ξεκαθάρισε ότι «προφανώς ζητούμε και θέλουμε εκλογές, τις οποίες θα κερδίσουμε καθαρά. Συνεπώς πρόβλημα πολιτικής αστάθειας δεν υπάρχει. Αλλά τις εκλογές αυτές δεν μπορούμε να τις προκαλέσουμε, είναι ζήτημα της κυβέρνησης». Στοιχειώδες.
Σύμφωνα με έλληνες συνομιλητές του Ντάισελμπλουμ, ο ολλανδός υπουργός δεν τρέφει αυταπάτες ότι οι εκλογές μπορεί να γίνουν το 2019, ούτε ότι μπορεί να τις κερδίσει ο Τσίπρας.
Δεν θεωρεί καν πιθανή μια «καθαρή έξοδο» από το Μνημόνιο.
Εξήγησε όμως στους συνομιλητές του ότι δεν πρέπει να αποθαρρυνθεί πρόωρα η κυβέρνηση διότι υπάρχει κίνδυνος να παρατήσει την προσπάθεια ή να επιλέξει μια προεκλογική συγκρουσιακή προσέγγιση και «να γυρίσουμε πίσω».
Γι’ αυτό προκρίνει μια «πολιτική μικρο-κινήτρων» (είναι ο όρος που χρησιμοποίησε…) με καλά λόγια, παροτρύνσεις, επιείκεια και υποσχέσεις ώστε να ενθαρρυνθεί η σημερινή κυβέρνηση στην ολοκλήρωση του προγράμματος.
Η σκέψη δεν είναι καινούργια και διατυπώθηκε προ μηνών ελαφρώς διαφορετικά από κορυφαίο γερμανό πολιτικό σε παράγοντα της αντιπολίτευσης.
«Αφήστε τους να εφαρμόσουν όσα συμφώνησαν και υπέγραψαν. Θα είναι καλό για τη χώρα και κακό για τους ίδιους».
Μια άποψη που κατά την αντιπολίτευση μπορεί να διευκολύνει τις επιδιώξεις των Ευρωπαίων «να ξεμπερδεύουν ήπια με την Ελλάδα», αλλά δεν λαμβάνει υπόψη «το τεράστιο κόστος για τη χώρα που συνεπάγεται η παράταση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ».
Αυτή η παράλληλη συζήτηση αφορά στην πραγματικότητα τις στρατηγικές που όλοι αναζητούν για την επόμενη ημέρα του Μνημονίου –όπως κι αν διαμορφωθεί αυτή…
Σύσσωμη η αντιπολίτευση έχει προκρίνει την επιδίωξη μιας «στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ» ως προϋπόθεσης για επιστροφή στην κανονικότητα.
Αντιθέτως ευρωπαίοι παράγοντες αλλά και συγκεκριμένα πολιτικά ή επιχειρηματικά κυκλώματα στην Ελλάδα θεωρούν ότι η επιστροφή αυτή μπορεί να περιλαμβάνει και «έναν εξημερωμένο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση». Λαβωμένο, αλλά όχι τελειωμένο –διότι «τότε κινδυνεύει να γίνει απρόβλεπτος»…
Κορυφαίος επιχειρηματικός παράγων εξηγούσε πρόσφατα σε συνομιλητές του ότι ένας ΣΥΡΙΖΑ του 22%-23% από έναν ΣΥΡΙΖΑ του 17%-18% δεν κάνει ουσιαστική πολιτική διαφορά για την επόμενη κυβέρνηση.
Αλλά ένας ΣΥΡΙΖΑ του 22%-23% θα είναι ηττημένος χωρίς να είναι απελπισμένος. «Πρέπει να τον κρατήσουμε στο παιχνίδι για να μην μπορεί να διαλύσει το παιχνίδι» κατέληξε κυνικά.
Ισως και για να έχουν τα συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα έναν μοχλό πίεσης στους επόμενους, προσθέτω εγώ.
Φιγούρα

Μετά το φιάσκο με τις τηλεοπτικές άδειες, ο αρμόδιος υπουργός θα είχε εκδιωχθεί από οιαδήποτε κυβέρνηση οιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας.
Παραδόξως έμεινε να τον κυνηγούν οι αγωγές.

Τώρα οι τηλεοράσεις προσφεύγουν πάλι στο ΣτΕ, όπως έχει δικαίωμα και ο τελευταίος πολίτης. Αν έχουν δίκιο ή άδικο, θα το κρίνει η Δικαιοσύνη.
Αμετανόητος ο Παππάς και τα «παππαδάκια», ζητούν τα ρέστα από την… αντιπολίτευση!
Αλλά ποια ρέστα;
Τα κανάλια έχουν δικαίωμα προσφυγής. Εκαναν προσφυγή επειδή έτσι έκριναν σκόπιμο. Και αν είναι βάσιμη η προσφυγή, θα το πει το ΣτΕ.
Στην αντιπολίτευση ούτε που πέφτει λόγος.
Τα υπόλοιπα είναι κακόγουστη φιγούρα που συνεχίζεται μόνο επειδή κάποιοι αποτυχημένοι υπουργοί δεν έχουν πάει σπίτι τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ