Σε πρόσφατη συνέντευξη περί τη ζωή και την καριέρα της, η κυρία Αρβελέρ εξηγούσε ότι από τα πολλά χρόνια συμβίωσης με τον γάλλο σύζυγό της έφτασε να έχει τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα μαζί του. Μολονότι τα χρόνια συμβίωσης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι ελάχιστα, οι βουλευτές των δύο κομμάτων καταλήγουν να έχουν όχι μόνο τα ίδια επιχειρήματα στις αντιπαραθέσεις τους με την αντιπολίτευση αλλά και τον ίδιο τόνο φωνής.
Τα αιφνίδια φωνακλάδικα ξεσπάσματα με δραματικούς λυγμούς λ.χ., κατά την εξέλιξη μιας κανονικής ομιλίας, είναι απολύτως ίδια στον κ. Α. Τριανταφυλλίδη του ΣΥΡΙΖΑ και στον κ. Θ. Παπαχριστόπουλο των ΑΝΕΛ. Στη δε συζήτηση περί Εξεταστικής για τις επιδόσεις του κ. Καμμένου, οι κ.κ. Α. Μπαλτάς και Γ. Λαζαρίδης, εκτός από την ίδια αυτοπεποίθηση με την οποία υπερασπίστηκαν τη νομιμότητα όλων των κινήσεων του υπουργού, μέχρι και τη διαρκή προσπάθεια αναχαίτισης κάποιας επερχόμενης ερυγής είχαν κοινή στην εκφώνηση των λογυδρίων τους.
Ο διάσημος στη δεκαετία του ’60 ιταλός συγγραφέας Πιτιγκρίλι συμβούλευε τις κυρίες να μην αποκτούν κεκέδες εραστές, γιατί σύντομα θα κεκεδίζουν και εκείνες. Στις αλληλεπιδράσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παραμένει ασαφές ποιος κολλάει τι στον άλλο. Δεδομένου ότι κεντρικό έρεισμα της εξουσίας τους είναι «βάλτε εμάς να κυβερνούμε μέσα στις αδικίες και στις ανισότητες του καπιταλισμού, ώστε να μην προκαλούμε απεργίες και διαδηλώσεις», αναρωτιέται κανείς αν οι αριστεροί κολλούν στους δεξιούς τη στρατηγική χειρισμού των κοινωνικών αγώνων ή οι δεξιοί στους αριστερούς την αποδοχή των καπιταλιστικών αδικιών και ανισοτήτων.
Δεν αποκλείεται όμως να μην κολλάει κανένας στον άλλον οτιδήποτε, αλλά στη βάση της εξομοίωσής τους να βρίσκεται η κοινή αδιαφορία για την αξία των θεσμών. Η ευθεία στόχευση στην ουσία, χωρίς τυπολατρίες. Ετσι κι αλλιώς, μια κομμουνιστογενής Αριστερά όσο και μια Δεξιά με συμπάθειες προς τον δεσποτισμό δεν έχουν λόγους να σέβονται την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Προτιμούν την αποτελεσματικότητα παλικαρίσιων παρεμβάσεων. Και η συζήτηση περί Εξεταστικής Επιτροπής Καμμένου το ανέδειξε αυτό, μεγαλοπρεπώς.
Οταν έχεις ένα μεγάλο κακούργημα –δύο τόνους ηρωίνης –και μερικούς από τους μάρτυρες νεκρούς, δεν καθυστερείς με καλλιγραφίες. Πρέπει να σώσεις και τα «χιλιάδες παιδιά που θα πέθαιναν από την ηρωίνη», όπως ειπώθηκε. Τι σημασία έχει λοιπόν αν ο υπουργός δικαιούνταν ή δεν δικαιούνταν να συνομιλεί με κρατούμενο, αν καλώς ή κακώς υποκινήθηκε από τον υπουργό η εισαγγελέας, αν αυτό ήταν ηθική αυτουργία και αν ο Πρωθυπουργός τελούσε ή δεν τελούσε σε γνώση των ενεργειών του υπουργού του. Το θέμα είναι να γίνει η δουλειά –να σωθούν τα χιλιάδες παιδιά και να τιμωρηθούν οι αρχιλαθρέμποροι. Οταν μάλιστα συμβαίνει ο υπουργός να είναι πολύτεκνος, ενώ στους πιθανούς λαθρεμπόρους ίσως εντάσσεται φίλος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η σπουδή του υπουργού να εμπλακεί στην έρευνα είναι διπλά συγγνωστή: ως πατέρα και ως πολιτικού.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η γραμμή επιχειρηματολογίας τηρήθηκε από όλους ανεξαιρέτως τους βουλευτές και των ΑΝΕΛ και του ΣΥΡΙΖΑ. Νεότερους ή εμπειρότερους, λαρυγγόφωνους ή ηδύφθογγους, ευφραδείς ή κεκέδες. Βεβαίως, τα επί μέρους επιχειρήματα ποίκιλλαν. Καταγγελίες των «προηγούμενων», υπαινιγμοί για τη δόλια τυπολατρία τους, όσο και αυτοέπαινοι για τη συμμαχία εντίμων που θα επιτρέψει στη χώρα να ορθοποδήσει. Μέχρι και ότι «σιγά-σιγά ο μικρός Αλέξης έμαθε στον Πάνο Καμμένο να γράφει με το αριστερό» (!) ισχυρίστηκε η Μαρία Τριανταφύλλου του ΣΥΡΙΖΑ, δικαιώνοντας τα χρόνια ένταξής της στην ΚΝΕ ως αδιόριστης εκπαιδευτικού. Αν αυτό δεν σημαίνει ότι η εντιμότητα των αριστερών στη διαχείριση του καπιταλισμού πείθει «σιγά-σιγά» τους δεξιούς ότι μια κομμουνιστική κοινωνία είναι καλύτερη, τι άλλο σημαίνει; Μήπως ότι, εφόσον καλοπερνάμε, μας ενώνει η καλοπέραση;
Το πιο «μεγαλοπρεπές» επιχείρημα βέβαια, όπως αρμόζει, το ανέπτυξε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. «Ακόμη κι αν υποτεθεί πως υπάρχει από πλευράς μας μεθόδευση να ενοχοποιήσουμε τον γνωστό εφοπλιστή, γιατί αυτό παρασύρει στην καταστροφή τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης;» αναρωτήθηκε. Αρα, κάτι υπάρχει εκεί και γι’ αυτό ενδιαφέρεται η ΝΔ να τον καλύψει, ήταν το συμπέρασμα. Συμπέρασμα που, εκτός του ότι παρέκαμπτε εντελώς το κυρίως θέμα συζήτησης –με ποια θεσμική αρμοδιότητα ενεπλάκη ο υπουργός Αμυνας στην ανάκριση -, προωθούσε και την εξής λογική: με γνωστή την οικογενειακή σχέση μεταξύ συγκεκριμένου εφοπλιστή και αρχηγού της ΝΔ, αν η προσπάθεια ενοχοποίησης του εφοπλιστή από την κυβέρνηση αποδειχθεί μεθοδευμένη, η ΝΔ όχι μόνο δεν έχει λόγο να φοβάται, αλλά αποκομίζει και κέρδη. Για να ενδιαφέρεται όμως τόσο διακαώς να τον υπερασπιστεί, αφού τυχόν ενοχή του θα σπιλώσει και τον αρχηγό της, πάει να πει ότι κάτι ξέρει και επιχειρεί να καλύψει μια πραγματική ενοχή. (Ετσι λειτουργούσε και η λογική των σταλινικών ανακρίσεων στις δίκες της Μόσχας: αφού αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε για την ενοχή σου, θα πρέπει να είσαι ένοχος.)
Τελικά, στα επιχειρήματα αυτής της συζήτησης η οποία συγκόλλησε οριστικά ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, όπως βλέπουμε, ίσχυσε η συμβουλή που πριν από 2.000 χρόνια έδινε ο Μάρκος Φάβιος Κοϊντιλιανός για τα επιχειρήματα όσων θέλουν να εξαπατήσουν το ακροατήριό τους: «Αν δεν μπορέσουν να επιβληθούν ως σπουδαία, θα επιβληθούν επειδή είναι πολυάριθμα» –Si non possunt valere, quia magna sunt, valebunt, quia multa sunt. Ακριβώς 151, εν προκειμένω.
Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ και συγγραφέας.
*«Επειδή είναι πολυάριθμα»

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ