Η ηγετική ομάδα του κόμματος υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν έχει υιοθετήσει μια ιδιαίτερα ανελαστική στάση υπέρ του λεγόμενου «σκληρού Brexit» (hard Brexit) που σημαίνει έξοδο της χώρας τόσο από την εσωτερική αγορά όσο και από την τελωνειακή ένωση. Η θέση αυτή είναι σχεδόν ταυτόσημη με τα όσα ακραία υποστηρίζει η πρωθυπουργός Τ. Μέι και οι πλέον έξαλλοι Συντηρητικοί.
Αντίθετα, μια άλλη, περισσότερο ήπια μερίδα του κόμματος τάσσεται υπέρ του «ήπιου Brexit» (soft Brexit), ενώ ακόμη μια άλλη μειοψηφική ομάδα, ανάμεσά τους o δήμαρχος του Λονδίνου Σ. Καν και ο πρώην πρωθυπουργός Τ. Μπλερ τάσσεται υπέρ της ακύρωσης του Brexit μέσω ενός δεύτερου δημοψηφίσματος και παραμονής της χώρας στην ΕΕ.
Αλλά εκτός από το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα και άλλες αριστερές/σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν παρεμφερείς διαιρέσεις γύρω από το θέμα «Ευρώπη» και ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα οδηγήθηκε στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής μετά τις πρόσφατες εκλογές, κυρίως λόγω των πολλαπλών εσωτερικών του διαιρέσεων (και) γύρω από το θέμα «Ευρώπη».
Για να μην πούμε τίποτα βέβαια για την «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν που είναι βιτριολικά εναντίον της Ευρώπης. Στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα με την παρουσία τού έντονα φιλοευρωπαϊστή Μ. Σουλτς στην ηγεσία του, αν και εκεί δεν λείπουν οι «ευρωπαϊκές αντιπαραθέσεις».
Στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας διατείνεται (συνέντευξη στον «Guardian», 25 Ιουλίου) ότι η θέση της χώρας είναι αμετάκλητα στην Ευρώπη, αλλά το κατά πόσον ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται αυτή τη θέση παραμένει ένα τουλάχιστον αμφιλεγόμενο ζήτημα.
Το αντίθετο, η Συνθήκη της Λισαβόνας, η τελευταία Συνθήκη που ορίζει το πολιτικό περιεχόμενο και τη λειτουργία της Ενωσης, έχει περισσότερο σοσιαλδημοκρατικό περιεχόμενο (βλέπε και Π.Κ. Ιωακειμίδης, «Δύο Τοξικοί Μύθοι για την Ευρώπη», «Το Βήμα», 29 Απριλίου 2017).
Παρά ταύτα, ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς εξακολουθεί να προσλαμβάνει την Ενωση ως ένα «νεοφιλελεύθερο σύστημα» που… στραγγαλίζει τα κοινωνικά δικαιώματα! Είναι προφανές ότι συγχέει ή μάλλον αδυνατεί να διακρίνει τη συμπεριφορά της Ενωσης ως θεσμικό σύστημα από τη συμπεριφορά επιμέρους κυβερνήσεων ή χωρών-μελών (π.χ. Γερμανίας και άλλων) στην προώθηση ορισμένων πολιτικών (πολιτικές αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, λιτότητας κ.λπ.).
Ετσι, ενώ η Ενωση έχει αλλάξει, τμήμα της Αριστεράς δεν μπορεί να αλλάξει –εξακολουθεί να βλέπει την Ενωση του 2017 ως εάν να ήταν η Κοινότητα του 1957! Από την άλλη μεριά είναι γεγονός ότι η Ενωση περιορίζει τον κρατισμό και αυτό δεν αρέσει στη βαθιά Αριστερά.
Παρά το γεγονός ότι οι ιδεολογικές ρίζες της Αριστεράς βρίσκονται στον διεθνισμό, ωστόσο τείνει να θεωρεί οτιδήποτε ξεπερνά τα εθνικά σύνορα ως τοξική έκφραση της παγκοσμιοποίησης και επομένως να το αντιστρατεύεται. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Γαλλία και περιέργως για τη Βρετανία. Με τον τρόπο αυτόν όμως αδυνατεί να δει καθαρά τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις προκλήσεις, και βεβαίως να επεξεργασθεί απαντήσεις και λύσεις.
Ο «κυριαρχισμός» που τείνει να θεοποιήσει τον ρόλο το εθνικού κράτους είναι μια εντελώς αδιέξοδη προσέγγιση.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ