-Η σχεδία του Οδυσσέα αρχίζει να «ακούγεται» μέσα από τους γδούπους της πρόσκρουσής της με τα κύματα. Διαταγμένα τα τελευταία από την κατάβαθη εξουσία του Θεού, όλο και περισσότερο εμποδίζουν το ταξίδι.
Με μια τέτοια μουσική είσοδο, και αποφεύγοντας κάθε μελωδικό εξωραϊσμό, ο Γιώργος Κουρουπός συνθέτει ως να βλέπει. Ο ακροατής όμως, έτσι ευεργετούμενος, καλείται να κλείσει, τώρα αυτός τα μάτια, για να δει.
Από την αρχή της διήγησης στους χορωδούς ανατίθεται ο μουσικός λόγος. Γιατί έτσι πρέπει. Αμέτοχη η δημόσια γνώμη να μη μείνει. Και μετά, μόνο μετά, αρχίζει όχι απλά η καταγραφή των συμβάντων, αλλά η μουσική μεταγραφή –και υπέρβαση –των περιστατικών. Η μουσική του Γιώργου Κουρουπού διαχρονίζει την περιπέτεια επιβεβαιώνοντάς τη με καβαφική λιτότητα. Πρώτα γιατί έχει αποκλείσει την άμεση, την εύκολη μουσική απόλαυση. Την από τη συνήθεια εγγυημένη. Μέσα από μια τέτοια φιλοσοφική υπόδειξη ο ακροατής καλείται της σκέψης του μουσικού έργου να γίνει θεατής. Εχει όμως η λιτότητα ευεργετηθεί και από την εντυπωσιακή διεύθυνση μιας άρτιας ορχήστρας. Ο Μίλτος Λογιάδης, εκείνη τη βραδιά, υποτάχθηκε με τέτοια ακρίβεια στον λόγο και στη μουσική ώστε ένα μάθημα ολικής τέχνης να προκύπτει. Μια Gesamtkunstwerk μας προσφέρθηκε.
Το μουσικό έργο αντάξιο της διακαιρικότητας των ομηρικών μηνυμάτων, προορισμένο για το μπαλέτο του John Neumeier, εκείνο το βράδυ δόθηκε ανόθευτο. Χωρίς τους χορευτές. Λες και η αυτονομία του concertante ζητούσε από το κοινό, μόνο αυτό να ανέβει πάνω στη σκηνή και να χορέψει. Και έτσι το αναπάντητο διερώτημα αν τη μουσική, την εκλεκτή, πρέπει ή δεν πρέπει να τη θεατροποιείς, να το βλέπουμε να επανέρχεται. Ο Τάσος Αποστόλου και η Αρτεμις Μπόγρη, με τόνους ζεστούς ο ένας και κρυστάλλινους η άλλη, οριακά μεταβυζαντινούς, απαγγέλλουν το μυθολογημένο έπος.
Και ενώ ακέραιη η διήγηση εκτυλίσσεται, η έκπληξη μας έχει επιφυλαχθεί. Προς το τέλος οι χτύποι της σχεδίας και οι άλλες δυστυχίες γίνονται παρελθόν. Η πείρα τώρα οδηγεί στην ευτυχία. Που όσο πρόσκαιρη και αν είναι, αξίζει να διεκδικείται. Σε κάθε στιγμή.

– Και μετά, η «Φωνή Δρυός». Σε παγκόσμια πρώτη. Εδώ η σύνθεση του Γιώργου Κουρουπού έχει για θέμα τον άγνωστο χρόνο. Ο πειρασμός να τον μαντέψει κάνει τον άνθρωπο να ξεχνά τον θάνατο. Και το βέβαιο τέλος να αποστρέφεται αντιτάσσοντάς του την ελπίδα: αυτή τη μεγάλη ουμανιστική πονηρία. Εδώ η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, με απέριττη κίνηση στον λόγο και στον τόνο –ώστε να μη νοθεύει το ποθούμενο καθιστώντας το ύποπτο –διέρχεται τη σκηνή. Είναι παράλληλη σε εμάς. Δεν στέκεται. Δεν απευθύνεται. Ετσι πρέπει. Γιατί ο χρησμός δεν έχει ούτε σαφήνεια ούτε οριστικότητα. Για αυτό και η Αρτεμις Μπόγρη και ο Τάσος Αποστόλου, υψίφωνα και βαθύφωνα μιλώντας, προσκαλούν τον ακροατή σε μια simulatio mentalis. Αν την καταφέρει, θα βρεθεί νοερά στον χώρο της Δωδώνης. Τον απέραντο. Και προετοιμασμένος στον ανεμπόδιστο ορίζοντα του θεάτρου, τότε, και μόνο τότε θα μπορεί να μοιρολογηθεί από το Μαντείο. Η μοναδική μουσική της «Φωνής Δρυός» συμμαχεί με ένα ανθρώπινο, πανανθρώπινο «άσε με να το πιστεύω».
Ο κόσμος ομολογώντας την αδυναμία του αφήνει στους Θεούς τη σύνταξη του χρησμού και στους ανθρώπους την ευθύνη της ερμηνείας και της… εκτέλεσής του. Αθώοι πάντα θα είναι οι πρώτοι και ένοχοι συχνά οι δεύτεροι.
Αυτά μας δώρισε ο τόσο ευαίσθητος και προικισμένος Γιώργος Κουρουπός στις 23 Μαρτίου 2017. Εξουσιοδοτώντας τον Τάκη Μαυρωτά να φροντίσει για την παράσταση, του επέτρεψε σε σύμμετρη ζωγραφική υπόκρουση στον Τέτση να απευθυνθεί και τη σικελιάνια έκκληση για τη φύση να εξεικονίσει.


Ο κ. Γιάννης Μεταξάς, επίτιμος καθηγητής πανεπιστημίων, είναι τακτικό μέλος της Academie Europeenne Interdisciplinaire des Sciences.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ