Τον καιρό της Πασοκαρίας, το εξευρωπαϊσμένο Σημιταριό εισήγαγε από τη Δυτική Ευρώπη και τους διεθνείς οργανισμούς τη λέξη Ρομά. Με τον χαρακτηριστικό φανατισμό, που κάνει τα ψώνια ικανά να θυσιάσουν τη ζωή τους για ένα ανύπαρκτο θέμα, όποιος χρησιμοποιούσε την παλιότερη, ευπρεπέστερη λέξη «Τσιγγάνος» ήταν «ρατσιστής», «φασίστας» ή απλώς «ξεμωραμένος αντιδραστικός». Παρέβλεπαν οι θεσμοθετούντες ότι το «Ρομά» είχε προέλθει από την αναφορά ως χώρας προέλευσης της Ρουμανίας, ενώ οι δικοί μας Τσιγγάνοι αμυδρώς γνώριζαν ότι υπάρχει τέτοια χώρα. Οι Ελληνες Τσιγγάνοι ζούσαν αρχικά στα ευρύτερα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και συνέχισαν μετά, για τέσσερις και πλέον αιώνες, να κινούνται μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε, όπου η πίεση ή το δέλεαρ δημιουργούσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις, μετατρέπονταν από ευσεβείς χριστιανοί σε ευσεβείς μουσουλμάνους, με έντονο συγκρητισμό (η Παναγία λατρεύεται πολλές φορές με εικόνες ορθόδοξης προέλευσης σε πολλούς τόπους προσκύνησης μουσουλμάνων γυναικών).
Επίσης, το Σημιταριό της Πασοκαρίας δεν συγκινήθηκε καθόλου από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι ονόμαζαν τους εαυτούς τους έτσι και ρωτούσαν μάλιστα άναυδοι: «Τι είναι πάλι αυτό το Ρομά που μας κοπανάτε;».
Οι Τσιγγάνοι είχαν εξαιρετικά εξειδικευμένο και χρήσιμο ρόλο στην παραδοσιακή οικονομία, που εξαφανίζεται μέσα στις περιπέτειες της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Είχαν πολύ συγκεκριμένους ρόλους μεγάλης παραγωγικής σημασίας. Πετάλωναν τα άλογα και τα άλλα μεταφορικά ζώα, γάνωναν τα σκεύη μαγειρικής, ακόνιζαν μαχαίρια και άλλα κοφτερά και αιχμηρά εργαλεία, έπλεκαν καλάθια για να μεταφέρονται τα αγροτικά προϊόντα κ.ο.κ., και βεβαίως σε κάθε γιορτή και πανηγύρι έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο ο τσιγγάνος αυτοδίδακτος μουσικός. Σιγά-σιγά εξαφανίστηκαν όλες αυτές οι απασχολήσεις. Τα ζώα αντικαταστάθηκαν από αυτοκίνητα και τρακτέρ, τα σκεύη αντικαταστάθηκαν από αλουμίνιο και τα καλάθια από πλαστικό, και ελάχιστοι μόνο μύστες παρακολουθούν τη μοναδική στον κόσμο μουσική δημιουργία ενός Πετρολούκα Χαλκιά ή άλλων ανάλογων στο δημοτικό τραγούδι.
Οι δυναμικοί και αεικίνητοι Τσιγγάνοι με τα πολλά παιδιά έπρεπε να ζήσουν. Προσαρμόστηκαν στις νομαδικές συνήθειες, που επέβαλλε ο τρόπος ζωής τους. Αντικατέστησαν τα παραδοσιακά προϊόντα με καινούργια. Με μυστηριώδεις τρόπους μονοπώλησαν το εμπόριο και τη διάχυση στην αγορά επίπλων για το ύπαιθρο (τραπέζια και καρέκλες), που ήταν φτιαγμένα από ένα μονοκόμματο κομμάτι πλαστικό και αργότερα, για μια πιο εύσωμη ή παχύσαρκη πελατεία, πιο σύνθετα έπιπλα από ψάθα και καλάμι. Εγιναν πλανόδιοι χονδρέμποροι, που τροφοδοτούσαν τα παλαιοπωλεία και τέλος πουλούσαν νεογέννητα πουλερικά για ανατροφή. Μεγάλο ρόλο έπαιζαν επίσης οι Τσιγγάνοι στο εμπόριο και στη συλλογή οπωροκηπευτικών, ιδίως μεγάλου όγκου και μικρής εμπορευματικής αξίας.
Μετά ήρθαν τα χαλιά, πάσης φύσεως, που παρήγοντο από ελληνικές και ξένες βιομηχανίες και εισήγοντο επίσης από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου, που είχαν απαλλαγεί από το αυστηρό πλαίσιο της Σοβιετικής Ενωσης. Εκεί άρχισαν και οι πρώτες δυνατότητες ημιπαράνομης δραστηριότητας, δηλαδή λαθρεμπορίου. Πολύ σύντομα, οι συνοικίες των Τσιγγάνων γέμισαν ναρκωτικά, ο λευκός θάνατος εγκαταστάθηκε και ένα ολόκληρο σύστημα ζήτησε προστασία και επομένως εξοπλισμό συγκεκριμένων στοιχείων της νεολαίας. Το εγκληματικό πανόραμα είχε ολοκληρωθεί. Η δειλία και η πολιτική σύγχυση των δυνάμεων καταστολής οδήγησαν στο σημερινό «άβατο». Ολόκληρες περιοχές, όπως τα Εξάρχεια, ξεφεύγουν από τον έλεγχο της πολιτείας και μεταβάλλονται ουσιαστικά σε αυτόνομα κράτη, όπου επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας. Από εκεί και πέρα ήταν εύκολο να θρηνήσουμε ανθρώπινα θύματα και να ιδεολογηθεί το προπέτασμα καπνού που απειλεί τη χώρα. Αλληλέγγυοι «Ρομά», συγκεχυμένα και ευθυνόφοβα σώματα ασφαλείας και έντονη ιδεοληψία στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ και της Κοινοβουλευτικής τους Ομάδας δημιουργούν το σημερινό νέφος δύσοσμου και ανθυγιεινού καπνού, που μας πνίγει όλους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ