Η αντιμετώπιση της κρίσης από τις κυβερνήσεις που τη διαχειρίστηκαν μέχρι σήμερα χαρακτηρίζεται από έλλειψη ρεαλισμού. Πάντα, είτε για μικροπολιτικούς είτε για ιδεολογικούς λόγους, υπήρχε και υπάρχει μια υπερβολή στην περιγραφή του προβλήματος, στις επιδιώξεις, στους στόχους και στους χειρισμούς που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Αυτή η προσέγγιση έχει ως αποτέλεσμα συνεχώς να χάνουμε το δάσος, δηλαδή την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αρχικά, τη στιγμή που η χώρα βυθιζόταν, υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι «λεφτά υπάρχουν». Στη συνέχεια και ενώ είχαμε χρεοκοπήσει, και οι πιστωτές ζητούσαν να πάρουμε μέτρα, μπήκε στο τραπέζι η «πολιτική διαπραγμάτευση». Μετά ήλθαν οι «άλλοι δρόμοι» για να ακολουθήσει η «σκληρή διαπραγμάτευση», το δημοψήφισμα και τελευταία η «too good to be true» λύση για το χρέος. Κάθε φορά όμως αποδεικνύεται ότι οι στόχοι, οι επιδιώξεις και οι χειρισμοί της εκάστοτε κυβέρνησης δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Ετσι και σήμερα, η κυβέρνηση θεωρεί ότι η συγκυρία είναι κατάλληλη να πετύχει μια λύση για το χρέος αφού μετά την πληρωμή των ομολόγων που λήγουν τον Ιούλιο δεν υπάρχουν τα επόμενα χρόνια μεγάλες λήξεις και άρα δεν θα υπάρχει αφορμή για διαπραγμάτευση υπό την απειλή ενός πιστωτικού γεγονότος που η Ευρώπη θέλει να αποφύγει. Βεβαίως τα ίδια έχουν υποστηριχθεί και στο παρελθόν, χωρίς ωστόσο να δούμε τους πιστωτές να κάνουν πίσω. Αντίθετα, κάθε φορά αυτοί που υποχωρούσαν ήμασταν εμείς.
Επί της ουσίας όμως η εστίαση της κυβερνητική προσπάθειας στο χρέος δεν έχει καμία σημασία στην παρούσα φάση. Το χρέος δεν επηρεάζει την πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια. Διότι το κόστος εξυπηρέτησής του για εφέτος και του χρόνου είναι εξαιρετικά χαμηλό. Η όποια επιβάρυνση υπάρχει το 2019, οι Ευρωπαίοι έχουν δεσμευθεί στο Eurogroup του Μαΐου 2016 να την εξομαλύνουν, όπως και να μεταφέρουν στο μέλλον τους τόκους ύψους 14 δισ. ευρώ που επιβαρύνουν συνολικά την τριετία 2022-24. Τώρα το τι θα γίνει το 2030 ή το 2060 μικρή σημασία έχει για την άμεση ανάκαμψη της οικονομίας που είναι το ζητούμενο.
Ιδιαίτερα μάλιστα όταν Ευρωπαίοι και ΔΝΤ φαίνεται πως έχουν καταλήξει σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία και έχουν γεφυρώσει το χάσμα που τους χώριζε όσον αφορά την αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους, είναι μια ευκαιρία για την κυβέρνηση να μεταφέρει το κέντρο βάρους στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Επιπλέον, με το κλείσιμο της αξιολόγησης που όλα δείχνουν ότι θα επιτευχθεί στο Eurogroup της προσεχούς εβδομάδας, δημιουργούνται προϋποθέσεις ενίσχυσης του ρυθμού ανάπτυξης που το πρώτο τρίμηνο του 2017 ανήλθε σε 0,4% από μείωση 0,5% το ίδιο τρίμηνο του 2016. Με την είσοδο στην τουριστική περίοδο και τις θετικές προβλέψεις για τη σεζόν, η οικονομία μπορεί να πετύχει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι μπορούν να αποτελέσουν ισχυρή βάση για την εμπέδωση της ανοδικής τάσης τα επόμενα τρίμηνα.
Εξάλλου, η επιστροφή στην κανονικότητα με την εξάλειψη της αβεβαιότητας που πηγάζει από τις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις θα συμβάλει στην απεξάρτηση των τραπεζών από τη χρηματοδότηση του ELA η οποία, όπως ανακοίνωσε η ΤτΕ την περασμένη εβδομάδα, υποχώρησε περαιτέρω κατά 1,1 δισ. ευρώ ενώ η ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων επιτρέπει στις τράπεζες να μειώσουν το στοκ των μη εξυπηρετούμενων δανείων απελευθερώνοντας έτσι πόρους για την περαιτέρω χρηματοδότηση της οικονομίας. Θα πρέπει λοιπόν η κυβέρνηση να εγκαταλείψει τα ανεδαφικά σχέδια και τις ιδεοληψίες για το χρέος και να εστιάσει στην πραγματικότητα, στην ανάκαμψη της οικονομίας που οι συνθήκες ευνοούν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ