Οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις αποτυγχάνουν. Σύμφωνα με τον S.P. Kotter («Ηγέτης στην Αλλαγή», εκδόσεις Κριτική) η αποτυχία αυτή στις ιδιωτικές επιχειρήσεις ανέρχεται στο 70% των περιπτώσεων. Ανάλογα ποσοστά δεν έχουν αναφερθεί για τον δημόσιο τομέα, αλλά είναι φανερό πως τα ποσοστά αυτά θα είναι εξίσου –αν όχι και περισσότερο –απογοητευτικά, με μεγάλες όμως διαφορές από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή. Αν και υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις μεταρρυθμίσεων που τις επέβαλαν αυταρχικά καθεστώτα επωφελούμενα από την έλλειψη οργανωμένης αντίδρασης, χώρες συντηρητικές ή με «κλειστούς» θεσμούς συνήθως αποτυγχάνουν στις μεταρρυθμίσεις, όπως υποστηρίζουν οι Ατζέμογλου και Ρόμπινσον στο γνωστό βιβλίο τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» (εκδόσεις Λιβάνη).
Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι της αποτυχίας είναι πολλοί, όπως αναλυτικά τις καταγράφει ο Δημήτρης Σκάλκος στο βιβλίο του «Αλλάζει η Ελλάδα;» (εκδόσεις Επίκεντρο). Οι πιο σημαντικοί από αυτούς μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες. Πρώτα απ’ όλα είναι η δύναμη της αδράνειας που παρουσιάζει κάθε κοινωνικός οργανισμός και η οποία πηγάζει από τη συμβιωτική σχέση που αναπτύσσουν οι οργανισμοί με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, καθώς και από τον φόβο και την ανασφάλεια λόγω της αβεβαιότητας που επιφέρει κάθε αλλαγή.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά την αντίδραση των οργανωμένων δυνάμεων, τα συμφέροντα των οποίων θίγονται –ή εκείνες νομίζουν ότι θίγονται –από τις εκάστοτε μεταρρυθμίσεις. Κατά κανόνα, κάθε μεταρρύθμιση έχει κερδισμένους και χαμένους. Σύμφωνα μάλιστα με τον DouglassNorth,τον οποίο αναφέρει ο Δ. Σκάλκος στο βιβλίο του, «όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των κανόνων που αλλάζουν, τόσο μεγαλύτερος ο αριθμός των χαμένων, και συνεπώς των αντιτιθέμενων». Αν και είναι σαφές πως κάθε μεταρρύθμιση πρέπει να εξαγγέλλεται ή να υλοποιείται όταν οι κερδισμένοι είναι περισσότεροι από τους χαμένους, συνήθως το κόστος είναι πολύ πιο άμεσο από τα οφέλη. Η χρονική αυτή υστέρηση στερεί συνήθως από τις μεταρρυθμίσεις, κατά την περίοδο της υλοποίησής τους, τις αναγκαίες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που είναι απαραίτητες προκειμένου να υπερνικηθούν οι αντιδράσεις των χαμένων.
Η τρίτη κατηγορία έχει να κάνει με την ηγεσία που αναλαμβάνει να σχεδιάσει και να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις. Ηγεσίες χωρίς όραμα, χωρίς σχέδιο, χωρίς αξιόπιστο επιτελείο, χωρίς κατάλληλη τεχνογνωσία, χωρίς τους αναγκαίους πόρους και χωρίς βούληση ή δυνατότητα να επωμιστούν το όποιο πολιτικό κόστος, είναι φανερό πως θα αποτύχουν στις μεταρρυθμιστικές τους προσπάθειες. Αντίθετα, ικανές ηγεσίες μπορούν να κάνουν εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές που αναφέρει ο Τζόναθαν Τέπερμαν στο βιβλίο του «Λύσεις υπάρχουν», το οποίο εξέδωσε πρόσφατα ο οργανισμός έρευνας και ανάλυσης «Διανέοσις».
Στην Ελλάδα, παρά τη διαδεδομένη αντίληψη ότι δεν ευδοκιμούν οι μεταρρυθμίσεις και ότι οι Ελληνες θέλουν την αλλαγή αλλά δεν θέλουν να αλλάξουν οι ίδιοι, η πραγματικότητα είναι μάλλον διαφορετική. Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας χαρακτηρίζεται από μεγάλες μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα, χάρη στις οποίες η χώρα κατάφερε να εξελιχθεί από φτωχή τουρκοκρατούμενη βαλκανική περιοχή σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το ΠαΣοΚ πραγματοποίησε μεγάλες μεταρρυθμίσεις, στηριζόμενο στο ισχυρό μεταρρυθμιστικό κίνημα της «αλλαγής» που το έφερε στην εξουσία, αλλά και γιατί οι κερδισμένοι στις μεταρρυθμίσεις που έγιναν τότε, στην Υγεία, στην Παιδεία, στο οικογενειακό δίκαιο και αλλού, ήταν σαφώς περισσότεροι από τους χαμένους, ενώ τα αντιτιθέμενα συντεχνιακά συμφέροντα δεν είχαν ακόμα προλάβει να οργανωθούν αποτελεσματικά.
Στα χρόνια όμως που ακολούθησαν απέτυχαν οι περισσότερες προσπάθειες του ΠαΣοΚ για μεταρρυθμίσεις, ακόμα και κατά την περίοδο του Σημιτικού εκσυγχρονισμού, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτές του Ασφαλιστικού, του ΕΣΥ, και πιο πρόσφατα της ανώτατης Παιδείας. Αποτυχίες που συνέβαλαν σημαντικά στην πρόκληση της οικονομικής κρίσης, η οποία όμως αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας φάσης «μνημονιακών» μεταρρυθμίσεων, οι οποίες πραγματοποιούνται μεν, αλλά με μεγάλες καθυστερήσεις.
Στις αιτίες των μεταρρυθμιστικών αποτυχιών σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, ή των καθυστερήσεων τα τελευταία χρόνια, περιλαμβάνονται τα περισσότερα από τα γνωστά εμπόδια. Το μεγαλύτερο, όμως, εμπόδιο υπήρξε η αδυναμία της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας να υπερνικήσει τις αντιδράσεις των «χαμένων». Και αυτή η αδυναμία έχει δύο όψεις. Η μία αφορά τη στενή διασύνδεση της πολιτικής ηγεσίας με τα οργανωμένα συντεχνιακά συμφέροντα στο πλαίσιο ενός ενισχυμένου κομματικού και πελατειακού κράτους, για το οποίο ευθύνεται πρωτίστως το ΠαΣοΚ και το οποίο σήμερα προσπαθεί να αξιοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η δεύτερη όψη έχει να κάνει με τα ελάχιστα μεταρρυθμιστικά γονίδια που διαθέτει η ΝΔ, γεγονός ιδιαίτερα εμφανές κατά την περίοδο 2004-2009, και πιθανόν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη νέα ηγεσία της ΝΔ.
Είναι γι’ αυτό προφανές πως η μάχη των μαχών για την ολοκλήρωση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων είναι η μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος και η αποδόμηση του πελατειακού κράτους. Η μεταρρύθμιση αυτή δεν αφορά τους δανειστές, αλλά πρωτίστως τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, οι οποίες βρίσκονται σε όλο το φάσμα των φιλοευρωπαϊκών δημοκρατικών κομμάτων, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής, μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ