Η νίκη του Εμμανουέλ Μακρόν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία και η διαφαινόμενη επικράτησή του στις 7 Μαΐου ήταν το αποτέλεσμα του κλονισμού της κυριαρχίας των δύο μεγάλων κομμάτων, των Σοσιαλιστών και της ρεπουμπλικανικής Δεξιάς. Οι υποψήφιοι των δύο τελευταίων, οι Μπενουά Αμόν και Φρανσουά Φιγιόν, μόλις συγκέντρωσαν από κοινού το 26,4% των ψήφων! Συνυπολογίζοντας και την πολύ καλή εκλογική επίδοση του Ζαν-Λικ Μελανσόν, αλλά και τη δεύτερη θέση που κατέκτησε η Μαρίν Λεπέν, τέσσερα μεγάλα, σχετικά ισοδύναμα, μπλοκ αναδύονται. Στην Ακρα Αριστερά η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν, στο Κέντρο το «Εμπρός!» του Μακρόν, στην Κεντροδεξιά οι Ρεπουμπλικανοί και στην Ακρα Δεξιά το Εθνικό Μέτωπο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η γραμμική αυτή παράθεση δεν αποδίδει τη νέα ιδεολογικο-πολιτική πραγματικότητα η οποία φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα υποχώρησης της βασικής διαίρεσης Αριστερά/Δεξιά, προϊόν ανόδου της αντισυστημικής/αντικομματικής ψήφου, εμφάνισης νέων διαιρέσεων όπως αυτή μεταξύ πόλης/υπαίθρου. Η νέα πολιτική πραγματικότητα θα μπορούσε, ως ένα σημείο, να απεικονιστεί σε ό,τι και η εφημερίδα «Le Monde» ονόμασε οι «δύο Γαλλίες», στην αντίθεση, σχηματοποιώντας, ανάμεσα σε δύο μπλοκ, αυτό που εκφράστηκε από τους «λαϊκιστές» και «κυριαρχιστές» Λεπέν και Μελανσόν και εκείνο που εκπροσωπήθηκε από τους «αντιλαϊκιστές» και «ευρωπαϊστές» Μακρόν, Φιγιόν και Αμόν.
Αν και όλοι οι υποψήφιοι για την προεδρία χρησιμοποίησαν αντισυστημική λαϊκιστική ρητορική (διαρκείς αναφορές στην υπεράσπιση του «λαού») στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, δύο από αυτούς, οι Μελανσόν και Λεπέν, της προσέδωσαν μια έντονη αντικατεστημένη φορά (κατά των ελίτ, των μιντιαρχών, της ολιγαρχίας) και, από διαφορετικές αφετηρίες, αντιευρωπαϊκό περιεχόμενο επικαλούμενοι την ανάγκη μιας πολιτικής προστατευτισμού («έξυπνος προστατευτισμός» για τη Λεπέν, «αλληλέγγυος προστατευτισμός» για τον Μελανσόν). Αυτή η ορατή στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας «σύγκλιση» των δύο «άκρων» εμπλουτίστηκε από κοινές αναφορές στην αναγκαιότητα της εθνικής κυριαρχίας («είμαι οπαδός της ανεξαρτησίας» επανελάμβανε συχνά ο Μελανσόν) και ουσιαστικά αποτυπώθηκε με ιδιάζοντα τρόπο στην άρνηση του αρχηγού των «Ανυπότακτων» να δηλώσει την υποστήριξή του στον Εμ. Μακρόν εν όψει του δεύτερου γύρου.
Εχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε ορισμένους κοινούς τόπους αυτής της «συνάντησης» που αφορά αντιλήψεις και στάσεις των εκλογικών ακροατηρίων των δύο λαϊκιστικών άκρων σύμφωνα με σχετική επιστημονική έρευνα που διενεργήθηκε από το γαλλικό Κέντρο Πολιτικών Ερευνών (Cevipof) λίγο πριν από τον πρώτο γύρο των εκλογών (16-20 Απριλίου), τα ευρήματα της οποίας συνοψίστηκαν σε σχετικό άρθρο από τον πολιτικό επιστήμονα Λικ Ρουμπάν. Ορισμένα από τα ερωτήματα αυτής της έρευνας, η οποία απευθυνόταν σε ένα αντιπροσωπευτικό σύνολο του πληθυσμού, αφορούσαν τη μέτρηση της επιρροής του «λαϊκισμού» στις συλλογικές αναπαραστάσεις. Τα ερωτήματα αυτά ήταν: α) οι βουλευτές πρέπει να ακολουθούν τη βούληση του λαού∙ β) οι σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τον λαό και όχι από τους πολιτικούς∙ γ) οι πολιτικές διαφορές ανάμεσα στον μέσο πολίτη και στις ελίτ είναι σημαντικότερες από ό,τι μεταξύ των πολιτών∙ δ) θα προτιμούσα να με εκπροσωπεί ένας απλός πολίτης από έναν επαγγελματία πολιτικό∙ ε) οι πολιτικοί μιλούν υπερβολικά αλλά δρουν λίγο.
Στην κλίμακα από 0 έως 5 (όπου το 5 εκφράζει απόλυτη συμφωνία), η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτωμένων δηλώνει πως συμφωνεί ότι οι βουλευτές πρέπει να ακολουθούν τη βούληση του λαού (80%) και ότι οι πολιτικοί μιλούν πολύ αλλά δρουν λίγο (84%). Το 71% συμφωνεί ότι οι διαφορές πολιτών-ελίτ είναι σημαντικότερες από αυτές μεταξύ των πολιτών, το 57% ότι οι σημαντικότερες αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τον λαό παρά από τους πολιτικούς και το 51% προτιμά την εκπροσώπησή του από έναν απλό πολίτη. Από αυτές τις (θετικές) απαντήσεις συνάγεται ότι το 69% των ερωτωμένων τοποθετείται στη θέση 4 της κλίμακας 0-5, εκφράζοντας έτσι μια ισχυρή κριτική στην πολιτική αντιπροσώπευση και την επαγγελματοποίηση της πολιτικής. Με μια περαιτέρω επεξεργασία αυτού του δείκτη προκύπτει ότι το 55% των ερωτωμένων εκφράζει μια ισχυρή πίστη σε λαϊκιστικά στερεότυπα, σε αντίθεση με το 45% του οποίου ο δείκτης λαϊκισμού εμφανίζεται αδύναμος ή μετριοπαθής. Το επίπεδο λαϊκισμού δεν γνωρίζει καμία αισθητή διαφοροποίηση ανάλογα με τις κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες, η όποια διαφοροποίηση εμφανίζεται μόνο σε σχέση με το επίπεδο σπουδών, όπου η προσχώρηση στα λαϊκιστικά στερεότυπα εμφανίζεται σχετικά αποδυναμωμένη σε κατόχους υψηλών τίτλων σπουδών. Συνολικά, ο δείκτης λαϊκισμού είναι 59% στα κατώτερα στρώματα, 54% στα μεσαία και 44% στα ανώτερα στρώματα.
Στο πλαίσιο αυτής της γενικότερης ανόδου του λαϊκισμού, πάντα σύμφωνα με την έρευνα, τα εκλογικά ακροατήρια των Μελανσόν και Λεπέν εμφανίζονται πολύ ομογενοποιημένα, παρουσιάζοντας μια ευρεία αποδοχή των λαϊκιστικών στερεοτύπων (67,2% για τον πρώτο, 69,5% για τη δεύτερη). Και σε αντίθεση με αυτά, ανάλογο βαθμό ομογενοποίησης παρουσιάζουν τα εκλογικά ακροατήρια των Μακρόν, Φιγιόν και Αμόν (τα οποία αμφισβητούν λιγότερο την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, 45,4% για τον Μακρόν, 35,4% για τον Φιγιόν, 53,5% για τον Αμόν).
Προφανώς, αυτή η εκ των κάτω σύγκλιση των δύο λαϊκισμών (του αριστερού και του δεξιού) είναι εν μέρει «αντικειμενική», παράγεται δηλαδή από «αυθόρμητες» μεταβολές τόσο στην κοινωνική δομή όσο και στο πεδίο του συμβολικού, ωστόσο βρίσκει δίοδο έκφρασης και αναμετάδοσης από τους δύο αυτούς «ακραίους» πολιτικούς φορείς, την «Ανυπότακτη Γαλλία» και το Εθνικό Μέτωπο, που εργαλειοποιούν την κοινωνική δυσφορία, ενισχύοντας και δομώντας την κριτική στην πολιτική αντιπροσώπευση, προσφεύγοντας, για τον λόγο αυτόν, σε μια κοινή ρητορική απόρριψης του «συστήματος», κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι ο «λαϊκισμός» ήρθε για να μείνει…
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ